Vito Acconci - Αυτό που πραγματικά θέλω είναι η επανάσταση

Αυτα ειναι τα λογια του σπουδαίου Vito Acconci (1940 - 2017) σε μια συνέντευξη του στην διαδικτυακή τηλεόραση του San Francisco Museum of Modern Art.


Η μοναξιά και η απώλεια στα έργα του Mark Morrisroe

Περπατώντας άγρια στις αίθουσες του Σχολείου Τέχνης με τα σκισμένα μπλουζάκια του, αποκαλώντας τον εαυτό του Mark Dirt, ήταν ο πρώτος πανκ...


Jacques Henri Lartigue Φωτογραφιζοντας την ευτυχια

Στην Ευρώπη κανένας κριτικός δεν θα τολμούσε να αποδώσει καλλιτεχνική εγκυρότητα σε έννοιες όπως «ελαφρότητα» και «ευτυχία»...


Η συλλογή Bennett
The Bennett Collection of Women Realists

Οι Elaine και Steven Bennett είναι αφοσιωμένο στην προώθηση της καριέρας των γυναικών καλλιτεχνών, αφού «οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται...».


Η Φαινομελογία του Edmund Husserl

Οι βάσεις της φαινομενολογικής φιλοσοφίας τίθενται στις περίφημες Λογικές Έρευνες του Edmund Husserl (1859 – 1938) , ένα έργο που κυκλοφόρησε σε δύο μέρη, το 1900 και το 1901 αντίστοιχα, και το οποίο θεωρείται ως το πρώτο πραγματικά φαινομενολογικό έργο (Sokolowski, 2000: 223).

Σε αυτό το έργο ο Husserl ανέπτυξε τη δική του μέθοδο και, πλέον, ο όρος ταυτίζεται με το όνομά του (Holub, 2004: 405).

Σύμφωνα με το Husserl, κύριο μέλημα της φιλοσοφικής έρευνας είναι το περιεχόμενο της συνείδησης και όχι ο εξωτερικός κόσμος (Husserl, 1964: 13). Ο Husserl αξίωσε τη δημιουργία μιας φιλοσοφίας, η οποία θα ήταν η επιστήμη της συνείδησης και της σχέσης της με τον κόσμο, υποστηρίζοντας ότι η γνώση των αντικειμένων και η επιστημονική αλήθεια εξαρτώνται από τον άνθρωπο και από την τάση της συνείδησης να αποδίδει το δικό της ξεχωριστό νόημα στο περιεχόμενο της εμπειρίας (Husserl, 1964: 24). Δηλαδή, μια επιστήμη της οποίας αποκλειστικός σκοπός θα είναι να αποσαφηνιστεί η βασική φύση της γνώσης (Husserl, 1964: 24).

Η φαινομενολογία είναι μια περιγραφική μέθοδος κατά το Husserl, καθώς περιγράφει το περιεχόμενο των εμπειριών και των παραστάσεων μας, οι οποίες σαφώς και προέρχονται από γεγονότα του εξωτερικού κόσμου, στα οποία όμως δεν έχουμε πρόσβαση (Πελεγρίνης, 2005: 1322). Επομένως, η συνείδηση μας καταγράφει ενεργητικά τα εξωτερικά φαινόμενα, δημιουργώντας αλληλεξαρτήσεις μαζί τους και ό,τι δεν ενυπάρχει σε αυτήν δεν υπάρχει και στην πραγματικότητα και το αποκλείει (Τζιόβας, 2003: 240).

Για να οδηγηθεί η συνείδησή μας στην αυτογνωσία, θα πρέπει σύμφωνα με τον Husserl, να αποδεσμευθεί από τους εξωτερικούς παράγοντες, φυσικούς και κοινωνικούς. Μόνο τότε θα είναι σε θέση να οικειοποιηθεί τα αντικείμενα (Βαλλιάνος, 2000: 237).

Για το Husserl, τα αντικείμενα αντιμετωπίζονται ως ένας προσυλλογιστικός κόσμος, που για να αιτιολογηθούν και να συνδεθούν απαιτείται ο ενεργητικός ρόλος της συνείδησης, η οποία θα τα κρίνει και θα τα αναλύσει (Πελεγρίνης, 2005: 616).

Αυτή ακριβώς είναι η Θεωρία της Αποβλεπτικότητας (Intentionalität) του Husserl, κατά την οποία καθετί που λέμε αποβλέπει σε μια αντικειμενική πραγματικότητα, η συνείδηση δεν είναι παθητική αλλά προσλαμβάνουσα, είναι συνείδηση κάποιου πράγματος, κατευθύνεται προς το αντικείμενο ή στοχεύει σε αυτό (Holub, 2004: 408).

Η Θεωρία της Αποβλεπτικότητας εκφράστηκε σε δύο βασικές θέσεις του Husserl: πρώτον, στην ανάλυση της κατηγοριακής διάρθρωσης και, δεύτερον στο ότι πράγματι αποβλέπουμε στα πράγματα κατά την απουσία τους (Sokolowski, 2000: 228).

Αναφορικά με την κατηγοριακή θεωρία, o Husserl υπογραμμίζει ότι, όταν διαρθρώνουμε, συσχετίζουμε ή συνθέτουμε τα πράγματα, δε ρυθμίζουμε μόνο τις εσωτερικές μας ιδέες αλλά διαρθρώνουμε και τα ίδια τα πράγματα στον κόσμο (Sokolowski, 2000: 228). Για παράδειγμα, οι κρίσεις μας αποτελούν τη βεβαιωτική διάρθρωση των αντικειμένων που πράγματι δίνονται στην εμπειρία μας (Sokolowski, 2000: 228).

Επιπρόσθετα, μέσω της Θεωρίας της Αποβλεπτικότητας ο Husserl τονίζει ότι η ανθρώπινη νόηση είναι σε θέση να υπερβαίνει το παροντικό και να αποβλέπει στο απόν, καθώς δεν ισχύει ότι πάντα ασχολούμαστε μόνο με τις άμεσες παρουσίες, αφού όταν αναφερόμαστε σε κάτι που δεν είναι ορατό και άμεσο στην πραγματικότητα μιλάμε για μια έννοια του πράγματος (Sokolowski, 2000: 229).

«Η συνείδηση είναι μια ροή. Δεν είναι, όμως, ροή όπως η ροή του νερού, η οποία έχει το είναι της μέσα στον αντικειμενικό χρόνο. Η συνειδησιακή ροή δεν είναι μέσα στον αντικειμενικό χρόνο, τον χρόνο με τη συνηθισμένη έννοια, αλλά μάλλον φέρει αυτό τον χρόνο […] Η συνείδηση δεν είναι μόνο παρόν ή πραγματικότητα, αλλά υπήρξε και θα υπάρξει· και ως παροντική συνείδηση στην πραγματικότητά της είναι παράλληλα συνείδηση μιας ροής της παρελθούσας συνείδησης και μιας ροής της επερχόμενης, μελλοντικής συνείδησης. Ως παροντική συνείδηση είναι πραγματικότητα, αλλά το παρόν μετατρέπεται σε παρελθόν, η πραγματικότητα μεταβαίνει στη μη πραγματικότητα και αυτό εντοπίζεται και στη συνείδηση του παρόντος ή της πραγματικότητας. Εντούτοις, η μη πραγματικότητα δεν είναι ένα τίποτα αλλά ένα “αληθινά παρελθόν είναι” και ένα “αληθινά θα είναι”, και όλο αυτό ανήκει, επίσης, στη συνείδηση του εκάστοτε παρόντος. Το παρόν είναι συνείδηση του εαυτού του και όλων των αποβλεπτικών συστατικών του, μια συνείδηση παν-περιέχουσα και παντο-γνώστρια: η δομή της ενέχει δυνητικά καθολική γνώση του κόσμου εν εαυτώ. Το παρόν είναι αυτή η συνείδηση ως ιδεατή δυνατότητα, στο μέτρο που λαμβάνουμε υπόψη ότι ο σκοτεινός ορίζοντας, εντός του οποίου ξεθωριάζουν το παρελθόν και το μέλλον και ο οποίος περιορίζει την πληρότητα της αυτοαντίληψης της συνείδησης, είναι ένας αυθαίρετος φραγμός. Μπορούμε να τον νοήσουμε ως επεκτάσιμο in infinitum, ώστε να προκύπτει ως “ιδέα” μια παντογνώστρια “θεϊκή” συνείδηση που περικλείει τον εαυτό της με πλήρη καθαρότητα. Ακόμη και η “περατή” συνείδηση είναι παντογνώστρια, ακόμη και η δική της αποβλεπτικότητα περικλείει ολόκληρο τα παρελθόν και το μέλλον της, αλλά τα περικλείει μόνο εν μέρει καθαρά, ενώ ως προς το υπόλοιπο μέρος τους αυτά περικλείονται μέσα σε ένα σκοτάδι, ένα σκοτάδι που συνιστά ένα δυνητικό πεδίο καθαρότητας και επανενθυμήσεων».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου