Vito Acconci - Αυτό που πραγματικά θέλω είναι η επανάσταση

Αυτα ειναι τα λογια του σπουδαίου Vito Acconci (1940 - 2017) σε μια συνέντευξη του στην διαδικτυακή τηλεόραση του San Francisco Museum of Modern Art.


Η μοναξιά και η απώλεια στα έργα του Mark Morrisroe

Περπατώντας άγρια στις αίθουσες του Σχολείου Τέχνης με τα σκισμένα μπλουζάκια του, αποκαλώντας τον εαυτό του Mark Dirt, ήταν ο πρώτος πανκ...


Jacques Henri Lartigue Φωτογραφιζοντας την ευτυχια

Στην Ευρώπη κανένας κριτικός δεν θα τολμούσε να αποδώσει καλλιτεχνική εγκυρότητα σε έννοιες όπως «ελαφρότητα» και «ευτυχία»...


Η συλλογή Bennett
The Bennett Collection of Women Realists

Οι Elaine και Steven Bennett είναι αφοσιωμένο στην προώθηση της καριέρας των γυναικών καλλιτεχνών, αφού «οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται...».


Konstantin Sergeevič Stanislavskij

«Το θέατρο» έλεγε ο Στανισλάφσκι «είναι δύναμη επιρροής που μπορεί να συνεπάρει τους θεατές. Αν όμως η δύναμη πέσει σε λάθος χέρια μπορεί και να τους διαφθείρει, να τους υποβιβάσει και να εξαφανίσει το πάθος τους γι’ αυτό το είδος τέχνης. Η δική μου αποστολή είναι να μεταμορφώσω τους ηθοποιούς από ανήξερους, ημιμαθείς και φιλοχρήματους σε ιερείς της ομορφιάς και της αλήθειας».

Πριν από τον Στανισλάφσκι η έμφαση στην παιδεία ενός ηθοποιού εστιαζόταν σε θέματα πρακτικά: ορθοφωνία, άρθρωση, τόνος, χορός και κίνηση. Δεν υπήρχε όμως θεωρία και τεχνική που να καλλιεργούν την έκφραση συναισθημάτων. Ο ίδιος έλεγε ότι «χρειάζεται μια τεχνική που θα καθοδηγεί τον ηθοποιό να δημιουργεί συνθήκες ιδανικές για να γεννηθεί η αληθινή έκφραση».


Ο Κονσταντίν Σεργκέγεβιτς Στανισλάφσκι γεννήθηκε στη Μόσχα στις αρχές του Ιανουαρίου του 1863 και θεωρείται πλέον πρωτοπόρος στον θεατρικό κλάδο δημιουργώντας μία μέθοδο υποκριτικής, γνωστή ως “Μέθοδος Στανισλάφσκι”. Το όνομα Στανισλάφσκι υιοθέτησε ο ίδιος γύρω στα 25, πιθανώς σε μια απόπειρα να προστατέψει το όνομα της εύπορης οικογένειάς του εξαιτίας των καλλιτεχνικών ενδιαφερόντων του, καθώς ο πατέρας του δεν επιθυμούσε ένα τέτοιο μέλλον για το γιο του. Από παιδί έδειξε ενδιαφέρον για την υποκριτική συμμετέχοντας σε θεατρικά. Σε νεαρή ηλικία άρχισε να ενδιαφέρεται για το τσίρκο, σταδιακά δημιουργώντας δικές του παραστάσεις και παίζοντας σε αυτές, ενώ δεν έλειψε από τη ζωή του και η αγάπη για το κουκλοθέατρο, τέχνη που όξυνε την παρατηρητικότητά του. Στα 14 αρχίζει να καταγράφει σε τετράδια προβληματισμούς και ιδέες που θα αποτελούσαν πηγή για τη μετέπειτα πορεία του.

Παίρνει τα πρώτα ψήγματα διδασκαλίας υποκριτικής από μία σχολή μέσω της μίμησης, αλλά ανικανοποίητος συνεχίζει την εκπαίδευσή του στο θέατρο Μάλι, όπου αρχίζει να αποκτά τη ζωντάνια που ήθελε και την αλληλεπίδραση με τους ηθοποιούς, με στόχο να προσφέρει στο κοινό ποιοτικό αποτέλεσμα και τέρψη. Το 1888 ιδρύει την Εταιρεία Τέχνης και Λογοτεχνίας και εκεί δέχτηκε τη σοφία του Αλεξάντερ Φεντότοφ που του δίδαξε πολλά πράγματα, μεταξύ των οποίων την εκμαίευση χαρακτήρων από πραγματικά άτομα και όχι από την απλή υποκριτική παρουσία των ηθοποιών. Εντούτοις την περίοδο αυτή αντιμετώπισε αρκετά προβλήματα, παρά την διάδοση της φήμης του ως ριζοσπαστικού σκηνοθέτη. Σταδιακά προσεγγίζει τους προβληματισμούς του μέσω συζητήσεων με τον Βλαντιμίρ Νεμίροβιτς-Νταντσένκο, με τον οποίον και θα δημιουργούσαν το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας.

Η καταξίωση για τον Στανισλάφσκι ήλθε τον ίδιο χρόνο με τον «Γλάρο» του Τσέχοφ, που είχε σημειώσει παταγώδη αποτυχία στο πρώτο του ανέβασμα. Το Θέατρο της Μόσχας, χαιρετίστηκε από την κριτική ως η νέα δύναμη του παγκόσμιου θεάτρου και ο Τσέχοφ, που είχε αποφασίσει να μην ξαναγράψει θεατρικό έργο, ως μεγάλος δραματουργός. Ο Τσέχοφ στην συνέχεια έγραψε ειδικά για το Θέατρο Τέχνης τις «Τρεις Αδελφές» (1901) και τον «Βυσσινόκηπο» (1903).

Το 1897 ιδρύεται το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας που ανοίγει τις πόρτες του το 1898. Πρώτο θεατρικό που ανεβαίνει είναι ο “Τσάρος Φίοντορ” του Τολστόι. Σημαντική καμπή για το Θέατρο ήταν η παραγωγή του Γλάρου, του Τσέχωφ, το σενάριο του οποίου άλλαξε ο Στανισλάφσκι για να το φέρει σε ένα σημείο που θα τον ικανοποιούσε και τότε δημιουργήθηκε ο Ψυχολογικός Ρεαλισμός, κομμάτι της μεθόδου Στανισλάφσκι. Ο Ψυχολογικός Ρεαλισμός αποτελεί την προσέγγιση των χαρακτήρων μέσω της διερεύνησης του ψυχικού κόσμου και των συναισθηματικών εκφάνσεων, ακόμα και σε ακραίες ή αντιφατικές καταστάσεις. Το ΘΤΜ ανέβαζε συχνά παραστάσεις του Τσέχωφ, παρόλο που ο ίδιος πάντα δεν συμφωνούσε με τη μορφή που υιοθετούνταν. Μετά από ταξίδι στη Φινλανδία με τη σύζυγό του, επιστρέφει στη Μόσχα και μετά από μία άκαρπη καλλιτεχνική περίοδο, δημιουργεί τη Μέθοδο Στανισλάφσκι.

Αν και πολλοί συγχέουν τους δύο θεατρικούς όρους, η Μέθοδος Στανισλάφσκι διαφέρει από το Σύστημα Στανισλάφσκι. Για την ακρίβεια μάλιστα, η Μέθοδος Στανισλάφσκι υποστηρίχηκε περισσότερο από τον Λι Στράσμπεργκ, ο οποίος την εμπνεύστηκε από τον Στανισλάβσκι.

Και οι δύο τρόποι χτισίματος ενός ρόλου από τον ηθοποιό στηρίζονται πάνω στην ιδέα της συναισθηματικής μνήμης, που δανείστηκε ο Constantin Stanislavski στις αρχές του 20ού αιώνα από τον Γάλλο ψυχολόγο Théodule-Armand Ribot (1839-1916).

Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Κονσταντίν Στανισλάφσκι χρησιμοποίησε τη μέθοδο άντλησης συναισθηματικών εμπειριών μόνο 6 χρόνια, από το 1911 μέχρι το 1916. Αργότερα, μεταξύ 1934 και 1938 ο Στανισλάβσκι τροποποίησε τη μέθοδο, αναπτύσσοντας το Σύστημα Στανισλάβσκι, το οποίο ουσιαστικά ανατρέπει τη Μέθοδο Στανισλάφσκι. Αντί ο ηθοποιός να θυμάται τα συναισθήματά του και βάσει αυτών να λειτουργεί στο ρόλο του πάνω στη σκηνή, κάνει ακριβώς το αντίθετο: παίρνει ως αφετηρία τις σωματικές δράσεις που εκδηλώνει κάποιος όταν βιώνει τα συγκεκριμένα συναισθήματα και χρησιμοποιώντας τα σωματικά, καταλήγει να αποδώσει τα ανάλογα συναισθήματα.

Κάτι που είναι πολύ πιθανό να επηρέασε τον Στανισλάβσκι και να τον οδήγησε να αναθεωρήσει τον τρόπο διδασκαλίας των ηθοποιών που βασιζόταν στη συναισθηματική μνήμη ήταν ένα μάλλον δυσάρεστο γεγονός. Ο προστατευόμενός του ηθοποιός Μιχαήλ Τσέχοφ, καθώς πειραματιζόταν με τη συναισθηματική μνήμη, έπαθε νευρικό κλονισμό.

Η πείρα είχε δείξει ότι αν ο ηθοποιός βιώνει στην πραγματικότητα τα συναισθήματα τα οποία καλείται να υποδυθεί, τότε το παιχνίδι είναι χαμένο. Κατ’ αρχήν, μόνο ελάχιστες φορές στη ζωή ενός ηθοποιού μπορεί να επιτευχθεί μια τέτοια ταύτιση. Κι ύστερα, ο ηθοποιός πάνω στη σκηνή πρέπει να έχει τον έλεγχο της κατάστασης, για να μπορεί να αποδώσει το στόχο του ρόλου σε κάθε σκηνή. Έτσι ο Στανισλάφσκι κατέληξε στη μέθοδο της φυσικής δράσης. Σύμφωνα με αυτό το σύστημα, το Σύστημα Στανισλάφσκι, ο ηθοποιός εκτελεί μια σειρά κινήσεων μέσα από τις οποίες προκύπτει το συναίσθημα. Για παράδειγμα, αρχίζει να τραντάζει το σώμα του για να αποδώσει το λυγμό και αυτό είναι η αφετηρία του συναισθήματος πίσω από το λυγμό.

Το Μαγικό «Αν» ως γέφυρα ανάμεσα στην αλήθεια της ζωής και στη σκηνική αλήθεια.

Παρ’ ότι η Μέθοδος Στανισλάφσκι, που υποστήριξε ο Στράσμπεργκ, όσο και το Σύστημα Στανισλάφσκι έχουν ως στόχο το σκηνικό ρεαλισμό, οι δύο σχολές υποκριτικής διδασκαλίας ακολουθούν αντίστροφα μονοπάτια. Για να επιτύχει το αληθινό παίξιμο, ο Στανισλάφσκι ενέταξε το στοιχείο της υπόθεσης, το «μαγικό αν». Ο ηθοποιός πρέπει να πει «Αν ήμουνα στη θέση του ρόλου, πώς θα ένιωθα;» Με αυτόν τον τρόπο καταφέρνει να δώσει αληθοφάνεια στο παίξιμό του, χωρίς όμως να επιδιώκει να ταυτιστεί ο ίδιος με την προσωπικότητα του ρόλου που υποδύεται.

Αντίθετα, σύμφωνα με τη Μέθοδο Στανισλάφσκι, που ακολούθησε ο Στράσμπεργκ, ο ηθοποιός λέει: «Τι είναι αυτό που θα έκανε εμένα να νιώσω και να φερθώ όπως ο ήρωας που υποδύομαι;»

Ωστόσο, παρ’ όλο που ο διευθυντής του Κρατικού Θεάτρου Μόσχας εγκατέλειψε από νωρίς την αρχική μέθοδό του, κάποιοι σημαντικοί Αμερικανοί ηθοποιοί και σκηνοθέτες όπως ο Λι Στράσμπεργκ και ο Ελία Καζάν εφάρμοσαν αυτή την τεχνική όπως την είχαν αρχικά διδαχτεί, κάνοντάς την την επικρατούσα τάση στο θεατρικό γίγνεσθαι της Νέας Υόρκης του ’30 και του ’40 μέσα από τη Σχολή Actors Studio.

Ο Στανισλάφσκι, παρότι επιεικής και διαλλακτικός, ήταν αυστηρός και ασυμβίβαστος, όταν δίδασκε τους ηθοποιούς του.Αναζητούσε επίμονα την την αρτιότητα και την αυθεντικότητα της σκηνικής απόδοσης και στην διάρκεια των πολύωρων δοκιμών επαναλάμβανε την τρομερή για τους ηθοποιούς φράση «Δεν σε πιστεύω».

Ο Στανισλάφσκι ασχολήθηκε και με την όπερα. Η σκηνοθεσία του στο έργο του Τσαϊκόφσκι «Ευγένιος Ονιέγκιν», που ανέβηκε στο Θέατρο Μπολσόι το 1922, χαρακτηρίστηκε ως τομή στον χώρο του λυρικού θεάτρου.

Ο Κονσταντίν Στανισλάφσκι πέθανε στην Μόσχα στις 7 Αυγούστου 1938, σε ηλικία 75 ετών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου