Vito Acconci - Αυτό που πραγματικά θέλω είναι η επανάσταση

Αυτα ειναι τα λογια του σπουδαίου Vito Acconci (1940 - 2017) σε μια συνέντευξη του στην διαδικτυακή τηλεόραση του San Francisco Museum of Modern Art.


Η μοναξιά και η απώλεια στα έργα του Mark Morrisroe

Περπατώντας άγρια στις αίθουσες του Σχολείου Τέχνης με τα σκισμένα μπλουζάκια του, αποκαλώντας τον εαυτό του Mark Dirt, ήταν ο πρώτος πανκ...


Jacques Henri Lartigue Φωτογραφιζοντας την ευτυχια

Στην Ευρώπη κανένας κριτικός δεν θα τολμούσε να αποδώσει καλλιτεχνική εγκυρότητα σε έννοιες όπως «ελαφρότητα» και «ευτυχία»...


Η συλλογή Bennett
The Bennett Collection of Women Realists

Οι Elaine και Steven Bennett είναι αφοσιωμένο στην προώθηση της καριέρας των γυναικών καλλιτεχνών, αφού «οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται...».


Μουσικές μορφές βασισμένες στον χορό

Για αιώνες ο χορός είχε ουσιαστικά ενα νόημα τελετουργικό και θρησκευτικό . Η λατρεία των θεών, οι προσευχές για τη γονιμότητα των χωραφιών, για τον καλό καιρό και ούτω καθεξής, γίνονταν συχνά με χορευτικές κινήσεις και μελωδίες.

Κατά τη διάρκεια της ελληνικής και της ρωμαϊκής εποχής, ο χορός εξελίχθηκε αργά από τελετουργια σε πραγματική τέχνη. Όμως, υπάρχει κάτι βασικά ερωτικό στον χορό που δεν άρεσε στην Εκκλησία.

Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα η μουσική και ο χορός ήταν γενικά απορριπτεοι. Ο χορός όμως συνέχιζε στα λαικα στρωματα, καταλήγοντας να ανθίζει και πάλι στις διάφορες βασιλικες αυλες κατα την διαρκεια του δέκατου έκτου αιώνα.

Πολλοί χοροί, συχνά ρουστίκ, μετατράπηκαν σε πολύ στυλιζαρισμένες μουσικες, οι οποίες  δεν χορεύονταν πλέον, αλλά απλώς ακουγονταν. Την πιο εμφανή εκδήλωση αυτής της διαδικασίας την βρίσκουμε στη σουίτα.

Σουίτα


Με τον όρο σουίτα αναφερόμαστε γενικά σε ένα αυτοτελές και οργανωμένο σύνολο οργανικών ή ορχηστρικών μουσικών κομματιών, τα οποία εκτελούνται διαδοχικά και με δεδομένη σειρά υπό μορφή συναυλίας, παρά εν είδει συνοδείας. Το σύνολο αυτών των κομματιών μπορεί να αποτελείται και από αποσπάσματα όπερας, μπαλέτου (π.χ. "Η λίμνη των κύκνων" - Τσαϊκόφσκι) καθώς επίσης και από κινηματογραφικά ή θεατρικά έργα (π.χ. "Αρλεσιανή Σουίτα" - Ζωρζ Μπιζέ).

Ο Estienne du Tertre θεωρείται ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο σουίτα στη μουσική το 1577 (suyttes de bransles), αν και την εποχή εκείνη ο όρος αφορούσε σε ζεύγη χορών. Η πρώτη σουίτα με τη μορφή που πλέον αναγνωρίζουμε είναι το "Newe Padouan, Intrada, Dantz, & Galliarda" του Paul Peuerl (1611), μία συλλογή από δέκα σουίτες, στις οποίες οι τέσσερις χοροί του τίτλου επαναλαμβάνονται με την ίδια σειρά. Κατ' αντιστοιχία, το "Banchetto musicale" του Γιόχαν Σάιν (1617) περιέχει 20 "σουίτες", η καθεμία από τις οποίες αποτελείται από πέντε διαφορετικούς χορούς.

Η κλασική σουίτα καθιερώνεται μέσα από τα έργα του Γιόχαν Γιάκομπ Φρόμπεργκερ, τα οποία όμως οφείλουν τη σειρά διαδοχής των χορών στους διάφορους εκδότες παρά στον ίδιο· στα χειρόγραφά του οι χοροί δεν ακολουθούν κάποια συγκεκριμένη αλληλουχία και η ζίγκα μπορεί να προηγείται της σαραμπάντας. Εντούτοις, η καθιέρωση της σειράς αποτέλεσε σημαντική επιρροή, κυρίως στο έργο του Μπαχ. Στην περίπτωση του Φρανσουά Κουπρέν, οι σουίτες για τσέμπαλο αποτελούνται από χορούς-κομμάτια χαρακτήρα, τα οποία φέρουν ευφάνταστους τίτλους, όπως La visionnaire («Η οραματίστρια»), La misterieuse («Η μυστηριώδης») κλπ.

Με το τέλος της Μπαρόκ περιόδου, στην κλασική εποχή της μουσικής επικράτησαν άλλα είδη, όπως η συμφωνία και το κοντσέρτο καθώς η φόρμα της σουίτας θεωρήθηκε ξεπερασμένη. Ωστόσο, κατά τον 19ο αιώνα εκδηλώνεται μια επιστροφή στις σουίτες, αν και στην περισσότερο σύγχρονη εκδοχή τους αποτελούν απλά ένα σύνολο κομματιών με κοινό θέμα που μπορεί όμως να διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους μουσικά. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι σουίτες του 19ου αιώνα αποτελούν ενορχηστρώσεις από όπερες, μπαλέτα και άλλα είδη, με σκοπό την πιο άμεση διάδοσή τους στο κοινό. Από τα γνωστότερα παραδείγματα του είδους είναι και οι ορχηστρικές σουίτες "Πέερ Γκυντ" του Έντβαρντ Γκριγκ, καθεμία από τις οποίες αποτελείται από τέσσερις κινήσεις. Τέτοιου είδους σουίτες έχουν ως βάση τα εξής:

την επιλογή ορχηστρικών μερών από κάποιο μεγαλύτερο έργο (όπερα, μπαλέτο κλπ).

τη συλλογή μικρότερων κομματιών, τα οποία συνεκδοχικά μοιράζονται κάποιο κοινό μουσικό ή μη θέμα (π.χ. "Οι Πλανήτες" του Γκούσταβ Χολστ).

τη Μπαρόκ θεματολογία, στην οποία γίνεται άμεση αναφορά, όπως τη "Σουίτα για πιάνο" του Άρνολντ Σένμπεργκ.

Με την άνοδο του ιμπρεσιονισμού, η σουίτα επανακαθιερώνεται τον 20ό αιώνα, κυρίως από Γάλλους συνθέτες που περιλαμβάνουν τον Κλωντ Ντεμπυσύ και τον Μωρίς Ραβέλ. Το γνωστότερο παράδειγμα του «νέου» είδους αποτελεί η "Suite bergamasque" του πρώτου, καθώς και τα "Le Tombeau de Couperin" και "Miroirs" του δεύτερου.

Μουσικολογικά στοιχεία

Στη μπαρόκ μουσική, η σουίτα αποτελείται κυρίως από μουσικούς χορούς και χαρακτηρίζεται από μια σχετικά αυστηρή δομή, η οποία συνήθως περιείχει, με τη σειρά, τα είδη:

Αλεμάντ (allemande): μέτριος χορός σε 4/4, γερμανικής καταγωγής,
Κουράντ (courante): γρήγορος χορός σε 3/4, γαλλικής καταγωγής,
Σαραμπάντα (sarabande): αργός χορός σε 3/4 ή 3/2, ισπανικής καταγωγής,
Ζίγκ ή Ζίγκα (gigue): γρήγορος χορός σε 6/8, ιρλανδικής καταγωγής (jig).

Η μπαρόκ σουίτα διέπεται από μια ενιαία τονικότητα και απαντάται επίσης με τους όρους Suite de danses, Ordre (ελλ. τάξη -όρος που χρησιμοποίησε κατά κύριο λόγο ο Φρανσουά Κουπρέν) ή Παρτίτα. Τον 18ο αιώνα ο όρος ουβερτούρα μπορεί επίσης να περιγράφει μια σουίτα στο σύνολό της, όπως με τις Ορχηστρικές Σουίτες ή Ουβερτούρες του Μπαχ. Ο Γκέοργκ Φίλιπ Τέλεμαν έγραψε πάνω από 200 σουίτες-ουβερτούρες, ενώ λαμπρά παραδείγματα αποτελούν τα "Μουσική των νερών" και "Μουσική για τα βασιλικά πυροτεχνήματα" του Χαίντελ. Η σουίτα υπέστη διάφορες τροποποιήσεις από διάφορους συνθέτες, οι περισσότερο συνηθισμένες από τις οποίες περιλαμβάνουν:

ένα πρελούδιο ή ουβερτούρα ως εισαγωγή
μια πασσακάλια (passacaglia) ως κλείσιμο της σουίτας
επιπλέον χορούς, όπως γκαβότα, μενουέτο ή μπουρέ (bourrée) ανάμεσα στη σαρμπάντα και τη ζίγκα
επιπλέον συνθέσεις όπως φαντασίες, φούγκες ή τοκάτες.

Άλλοι χοροί που απαντώνται στη μπαρόκ σουίτα, με το συνεκτικό όρο galanteries, περιλαμβάνει τους εξής: εμβατήριο (marche), γκαγιάρντα (gagliarda), φορλάνα (forlane ή furlana), ριγκωντόν (rigaudon), μπαντινερί (badinerie), πασπιέ (passepied), καναρί (canarie), μουζέτ (musette), λουρέ (loure), παβάνα (pavane), σακόν (chaconne) κ.ά.

Ροντώ



Main theme of a sonata rondo, the final movement of Beethoven's Sonata Pathétique

Το ροντώ ή ροντό (γαλλ. rondeau, ιτ. rondo) είναι μουσικός όρος, που αναφέρεται σε μουσική φόρμα, αλλά και σε χαρακτηριστικό μουσικό είδος. Η καταγωγή του έλκεται από την Ιταλία του 18ου αιώνα και ανάγεται στη λέξη ριτορνέλλο (από το ρήμα ritornare που σημαίνει επιστρέφω), που υποδεικνύει την επιστροφή στο αρχικό θέμα ή μοτίβο. Η τυπική δομή του ριτορνέλλο στη Μπαρόκ μουσική είναι ΑΒΑΓΑΒΑ (όπου Α δηλώνει το αρχικό θέμα και Β, Γ διακριτές ενότητες εντός του ίδιου κομματιού)· από το παραπάνω είναι εύκολα κατανοητή η λειτουργία του Α, που επιστρέφει μετά από την έκθεση κάθε νέας ενότητας, και που δικαιολογεί το όνομα ριτορνέλλο.

Στη φόρμα ροντώ (ή κυκλική φόρμα), το αρχικό θέμα (ή ρεφραίν) αντιπαραβάλλεται με εντονότερα θέματα, οι ενότητες των οποίων συχνά ονομάζονται επεισόδια. Η δομή της δεν διαφέρει πάρα πολύ απ' αυτήν του ριτορνέλλο, όπως φαίνεται και από τις ακόλουθες αλληλουχίες: ΑΒΑ, ΑΒΑΓΑ, ΑΒΑΓΑΔΑ· προφανώς η διαφορά συνίσταται στο ότι δεν είναι εξίσου συμμετρικό (στο ριτορνέλλο έχουμε επανάληψη του Β), αλλά και στο ότι η εκάστοτε επιστροφή του Α μπορεί να είναι ελαφρά παραλλαγμένη, συνήθως με καλλωπισμούς. Μια ακόμη διαφορά είναι ότι στη φόρμα ροντό, το αρχικό θέμα (Α) επιστρέφει πάντα ολόκληρο και στην ίδια τονικότητα.

Στην κλασική εποχή της μουσικής το ροντώ συνυφαίνεται με τη φόρμα σονάτας, αποτελώντας τη φόρμα σονάτας ροντώ. Σ' αυτή την περίπτωση το αρχικό θέμα επανεμφανίζεται στην ανάπτυξη, αλλά και στην επανέκθεση, όπως φαίνεται και στον παρακάτω συγκριτικό πίνακα:

Φόρμα Σονάτας:

[A B']έκθ. [Γ"]ανάπτ. [A B]επαν.

Φόρμα Σονάτας-ροντώ:

[A B']έκθ. [A Γ"]ανάπτ. [A B]επαν.

Ο τόνος (') δηλώνει ότι η εν λόγω ενότητα είναι στη βαθμίδα της δεσπόζουσας, ενώ ο διπλός τόνος (") τις απομακρυσμένες τονικότητες.

Το ροντώ ως μουσικό είδος αναφέρεται κυρίως σε γρήγορα και ζωρά κομμάτια (Αλέγκρο), ενώ σε πολλά απ' αυτά δημώδεις μελωδίες αποτελούν την κύρια θεματολογία. Τα περισσότερα ροντώ είναι γραμμένα στη ομώνυμη φόρμα, η οποία δεν εφαρμόζεται απαραίτητα μόνο σ' αυτά· τυπικό παράδειγμα αποτελεί το Ροντώ σε Λα ελάσσονα (Κ.511) του Μότσαρτ.

Το ροντώ δεν πρέπει να συγχέεται με τη μεσαιωνική ποιητική και κατ' επέκταση μουσική φόρμα (Μεσαιωνικό ροντώ), αν και οι δύο όροι είναι συγγενείς.

Σονάτα



Beethoven's Piano Sonata No. 28 in A Major, Op. 101, Movement I

Η σονάτα είναι πολυμερής οργανική μορφή. Κατ' εξοχήν μορφή της είναι η σόλο σονάτα, για ένα σολιστικό όργανο, η σονάτα για δύο ή περισσότερα όργανα, η Συμφωνία, που είναι σονάτα για ορχήστρα και το Κοντσέρτο, σονάτα για σόλο όργανο και ορχήστρα.

Πρωτοεμφανίστηκε τον 16ο αι., χωρίς σταθερή μουσική μορφή. Ήταν όμως οργανωμένη σε τμήματα, κάτι που επέτρεψε τη μεταγενέστερη εξέλιξή της.

Στην περίοδο του Μπαρόκ υπήρχαν δύο βασικοί τύποι σονάτας για περισσότερα όργανα:

η σονάτα δωματίου (sonata da camera), με Πρελούδιο και χορευτικά μέρη
η εκκλησιαστική σονάτα (sonata da chiesa), με εναλλαγή αργό-γρήγορο-αργό-γρήγορο.
Από την εποχή του Μπαρόκ υπήρχε και η σόλο σονάτα, για ένα όργανο.

Η κλασική σονάτα έχει 3 ή 4 μέρη, με την εξής ακολουθία:

1ο μέρος γρήγορο, με δομή της "φόρμας σονάτας"
2ο μέρος αργό και λυρικό
3ο μέρος (συχνά παραλείπεται) Μενουέτο και Τρίο ή Σκέρτσο
4ο μέρος γρήγορο, στην κύρια τονικότητα, με μορφή Ρόντο ή φόρμα σονάτας.

Ήδη ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν πειραματίστηκε με αρκετές καινοτομίες στις σονάτες του, όπως οι σονάτες 13 και 14 "quasi una fantasia", η οι τελευταίες σονάτες, στις οποίες προσέθεσε φούγκες. Από την εποχή του ρομαντισμού η σονάτα διαφοροποιήθηκε αρκετά. Ενδεικτικό παράδειγμα είναι η ενιαία σονάτα για πιάνο του Φραντς Λιστ.

Κοντσέρτο


Το κοντσέρτο (ιτ. concerto) είναι μουσική σύνθεση όπου ένα σόλο όργανο (και πιο σπάνια, περισσότερα από ένα) αντιπαραβάλλεται με την ορχήστρα Ευρωπαϊκής κλασικής μουσικής.

Η καταγωγή του κοντσέρτου είναι αρκετά παλιά και προέρχεται από τον 15ο αιώνα, όπου είχε τελείως διαφορετική μορφή: ήταν φωνητικό, για λίγους μονωδούς και σολιστικά όργανα. Αργότερα προστέθηκε χορωδία και ορχήστρα και αυτό το είδος εξελίχθηκε στην καντάτα.

Κατά την περίοδο του Μπαρόκ υπήρχαν τρία είδη οργανικών κοντσέρτων:

Το πολυχορικό κοντσέρτο, στο οποίο συμμετείχαν διάφορες ισοδύναμες ομάδες

το Κοντσέρτο-Γκρόσο, στο οποίο μια μικρή ομάδα οργάνων (π.χ. ένα κουαρτέτο από βιολιά ή δύο βιολιά και βιολοντσέλο, κουαρτέτο ή κουϊντέτο εγχόρδων ή πνευστών κ.ά.), διαφοροποιείται από τα υπόλοιπα όργανα της ορχήστρας με έναν ξεχωριστό μουσικό ρόλο. Η δομή του ακολουθούσε τη δομή της σονάτας δωματίου ή της εκκλησιαστικής σονάτας.

το σόλο κοντσέρτο, για σόλο όργανο και ορχήστρα. Τα σολιστικά όργανα που χρησιμοποιούνταν κυρίως ήταν το βιολί, το όμποε, η τρομπέτα, ή κάποιο πληκτροφόρο όργανο.

Από τον 18ο αιώνα αρχίζει να υποχωρεί το Κοντσέρτο-Γκρόσο και να επικρατεί ο πλέον διαδεδομένος μέχρι τις μέρες μας τύπος του κοντσέρτου: είναι τριμερής (γρήγορο-αργό-γρήγορο), με δομή σονάτας.

Πρώτο μέρος: ακολουθεί τη φόρμα σονάτας (έκθεση-επεξεργασία-επανέκθεση), διαμορφωμένη έτσι ώστε να εναλλάσσεται ο σολίστας με την ορχήστρα. Στην εισαγωγή του κοντσέρτου παίζει συνήθως ολόκληρη η ορχήστρα και παρουσιάζει τα δύο βασικά θέματα του έργου. Στη συνέχεια ο σολίστας, που έχει και τον κύριο ρόλο σ' ολόκληρο το έργο, ερμηνεύει τα δύο θέματα, με μετατροπία στο δεύτερο θέμα. Η έκθεση τελειώνει συνήθως με ανοδική δεξιοτεχνική κίνηση του σολίστα που καταλήγει σε τρίλια. Η ορχήστρα οδηγεί στην επεξεργασία, στην οποία συμμετέχει εναλλάξ με τον σολίστα. Στο τέλος της επανέκθεσης υπάρχει ένα σολιστικό και άκρως δεξιοτεχνικό τμήμα, η καντέντσα, που στα παλαιότερα κοντσέρτα, ως την εποχή του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν ήταν συχνά αυτοσχεδιαστική.

Δεύτερο μέρος: είναι αργό και μελωδικό.

Τρίτο μέρος: γρήγορο και επίσης δεξιοτεχνικό, συνήθως σε μορφή ρόντο.
Τα σολιστικά σημεία του κλασικού κοντσέρτου έχουν χαρακτήρα δεξιοτεχνικό και απαιτούν ιδιαίτερες ικανότητες από τον εκτελεστή, ενώ το τμήμα του κοντσέρτου, το οποίο έχει κατεξοχήν σκοπό την παρουσίαση των ικανοτήτων του σολίστα, είναι η καντέντσα (cadenza).

Τη μουσική μορφή του κοντσέρτου αξιοποίησαν όλοι σχεδόν οι σημαντικοί συνθέτες της Ευρωπαϊκής κλασικής μουσικής με κυρίαρχο, στατιστικά, όργανο το βιολί και το πιάνο. Υπάρχουν όμως και διπλά, ή και τριπλά κοντσέρτα (π.χ. κοντσέρτα για βιολί και πιάνο, για δύο πιάνα (Φέλιξ Μέντελσον-Μπαρτόλντυ), για φλάουτο και άρπα (Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ), για πιάνο, βιολί και βιολοντσέλο (Λούντβιχ βαν Μπετόβεν).

Από τη ρομαντική εποχή άρχισαν να εμφανίζονται παραλλαγές στη δομή του κοντσέρτου, όπως για παράδειγμα τετραμερή κοντσέρτα (Γιοχάνες Μπραμς), ή κοντσέρτα με συνεχόμενα μέρη (όπως του Φραντς Λιστ), ή με επεξεργασία του ίδιου θεματικού υλικού σε όλα τα μέρη (Ρόμπερτ Σούμαν). Παράλληλα αυξανόταν και η δεξιοτεχνία στα σολιστικά μέρη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου