Vito Acconci - Αυτό που πραγματικά θέλω είναι η επανάσταση

Αυτα ειναι τα λογια του σπουδαίου Vito Acconci (1940 - 2017) σε μια συνέντευξη του στην διαδικτυακή τηλεόραση του San Francisco Museum of Modern Art.


Η μοναξιά και η απώλεια στα έργα του Mark Morrisroe

Περπατώντας άγρια στις αίθουσες του Σχολείου Τέχνης με τα σκισμένα μπλουζάκια του, αποκαλώντας τον εαυτό του Mark Dirt, ήταν ο πρώτος πανκ...


Jacques Henri Lartigue Φωτογραφιζοντας την ευτυχια

Στην Ευρώπη κανένας κριτικός δεν θα τολμούσε να αποδώσει καλλιτεχνική εγκυρότητα σε έννοιες όπως «ελαφρότητα» και «ευτυχία»...


Η συλλογή Bennett
The Bennett Collection of Women Realists

Οι Elaine και Steven Bennett είναι αφοσιωμένο στην προώθηση της καριέρας των γυναικών καλλιτεχνών, αφού «οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται...».


TOM WAITS

‘I DID ONE AND I’LL NEVER DO IT AGAIN’: TOM WAITS

Μπορεί να σας εκπλήξει να μάθετε,  ότι ο Tom Waits έκανε διαφήμιση για μια μεγάλη εταιρεία. Ηταν το 1981 για το Blend Dog Food της Purina Butcher. Ακολουθεί το κείμενο που χρειάστηκε να διαβάσει ο Waits:

As dog travels through the envied and often tempting world of man, there’s one thing, above all, that tempts him most…the taste of meat! And that is why Purina makes Butcher’s Blend. Butcher’s Blend is the first dry dog food with three tempting meaty tastes. Beef, liver, ‘n’ bacon. All in one bag. So c’mon, deliver your dog from the world of temptation. The world of Butcher’s Blend. The first dry dog food with three meaty tastes.


Γεννημένος στην Πομόνα, μεγάλωσε στο Γουίτιερ (Whittier) και άλλες περιοχές της νότιας Καλιφόρνιας ταξιδεύοντας συχνά λόγω των μετακινήσεων της οικογένειάς του. Οι γονείς του, Φρανκ και Άλμα Γουέιτς, εκπαιδευτικοί στο επάγγελμα, χώρισαν όταν εκείνος ήταν δέκα ετών και το 1960 μετακόμισε με τις δύο αδελφές του και τη μητέρα του στο Σαν Ντιέγκο. Ανέπτυξε σχέση με τη μουσική από μικρή ηλικία, μαθαίνοντας πιάνο και κιθάρα. Τα πρώτα του ακούσματα περιλάμβαναν συνθέσεις των Μπινγκ Κρόσμπι, Κόουλ Πόρτερ, Χάουλινγκ Γουλφ, Τζορτζ Γκέρσουιν, Μπομπ Ντίλαν και Φρανκ Σινάτρα. 

Ως έφηβος ταυτίστηκε με τη μπητ λογοτεχνία και ειδικότερα με το έργο του Τζακ Κέρουακ, έχοντας ως ήρωες τον Λορντ Μπάκλεϊ και τον Λένι Μπρους. Φοίτησε στο γυμνάσιο Χίλτοπ συμμετέχοντας στο συγκρότημα The System. ενώ την ίδια εποχή εργάστηκε σε εστιατόρια και νυχτερινά κέντρα διασκέδασης, αποκομίζοντας εμπειρίες που αργότερα θα αποτελούσαν τη βάση των τραγουδιών του.

Αναζήτησε εργασία ως μουσικός στο Λος Άντζελες και το 1972, μετά την εμφάνισή του στο Trobadour, προσέλκυσε το ενδιαφέρον του μάνατζερ Χερμπ Κοέν, ο οποίος διαχειριζόταν εμφανίσεις γνωστών καλλιτεχνών, όπως του Φρανκ Ζάπα, του Captain Beefheart, του Λένι Μπρους και του Τιμ Μπάκλεϊ. Ο Γουέιτς, ερμηνεύοντας στο πιάνο, αναδείχθηκε με συνθέσεις που μουσικά προσέγγιζαν τη τζαζ και στιχουργικά εξιστορούσαν ιστορίες του περιθωρίου, υιοθετώντας το γλωσσικό ιδίωμά του και διανθίζοντάς τις με εκλεπτυσμένο χιούμορ.



Με την υποστήριξη του Κοέν, ο Γουέιτς υπέγραψε συμβόλαιο με τη δισκογραφική εταιρεία Asylum. Ο πρώτος δίσκος του, με τίτλο Closing Time, κυκλοφόρησε το 1973 σε συνεργασία με τον παραγωγό Τζέρι Γέστερ. Ακολούθησε το The Heart of Saturday Night (1974) και το ζωντανά ηχογραφημένο Nighthawks at the Diner (1975) που αναδεικνύει ίσως με τον καλύτερο τρόπο το ιδιαίτερο μουσικό ύφος του Γουέιτς, εκείνης της εποχής. Οι πλούσιοι, συναισθηματικοί και ποιητικοί στίχοι του, καθώς και η ξεχωριστή φωνή του εξασφάλισαν στον Γουέιτς ένα πιστό ακροατήριο που ταυτιζόταν με την εικόνα ενός μποέμ τροβαδούρου, παράλληλα όμως τον απομάκρυνε από τις κύριες μουσικές τάσεις της εποχής.

Το 1976 κυκλοφόρησε ο τέταρτος δίσκος του, Small Change, σημειώνοντας αξιοσημείωτη εμπορική επιτυχία ώστε να συμπεριληφθεί στα 100 πρώτα άλμπουμ του καταλόγου Billboard, ενώ παράλληλα επαινέθηκε και από τους κριτικούς. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 περιόδευσε αρκετά, τόσο στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη, με το συγκρότημά του Nocturnal Emissions.

Στα τέλη της δεκαετίας, η γνωριμία του με τον Σιλβέστερ Σταλόνε απέφερε τη συμμετοχή του στην ταινία Paradise Alley (1978) για την οποία έγραψε τραγούδια ενώ εξασφάλισε και ένα μικρό ρόλο υποδυόμενος έναν μεθυσμένο πιανίστα. Την ίδια εποχή, ολοκλήρωσε το δίσκο Blue Valentine (1978), στον οποίο για πρώτη φορά ο Γουέιτς έκανε χρήση ηλεκτρικής κιθάρας.

Ο δίσκος Heartattack and Vine (1980) ήταν ο τελευταίος που ηχογράφησε για την Asylum Records. Ολοκληρώθηκε την ίδια περίπου περίοδο που ξεκινούσε η συνεργασία του με τον Φράνσις Φορντ Κόπολα για την ταινία One from the Heart (1982), διατηρώντας έτσι τη σχέση του με τον χώρο του κινηματογράφου. Ο Γουέιτς ανέλαβε τη σύνθεση της μουσικής, η οποία ήταν τελικά υποψήφια για βραβείο Όσκαρ και συνεργάστηκε με την τραγουδίστρια Κρίσταλ Γκέιλ. Ο Γουέιτς συνεργάστηκε ξανά με τον Κόπολα, όταν ανέλαβε μικρούς ή μεγαλύτερους ρόλους στις ταινίες The Outsiders (1983), Rumble Fish (1983), The Cotton Club (1984), και Dracula (1992).



Με τα Heartattack and Vine και One from the Heart, σηματοδοτείται το τέλος μιας εποχής για τον Γουέιτς, ο οποίος ακολούθησε στη συνέχεια νέους μουσικούς δρόμους, πειραματίστηκε με ένα ευρύ φάσμα οργάνων και αναζήτησε εν γένει νέα εκφραστικά μέσα, αναλαμβάνοντας ο ίδιος την παραγωγή των δίσκων του και σε στενή συνεργασία με τη σύζυγό του Κάθλιν Μπρέναν.

Έχοντας εγκαταλείψει την Asylum, ο Γουέιτς υπέγραψε νέο δισκογραφικό συμβόλαιο με την Island και τα επόμενα χρόνια ηχογράφησε τα Swordfishtrombones (1983), Rain Dogs (1985) και Frank’s Wild Years (1987), με τα οποία επισημοποιήθηκε η μετακίνησή του από τη τζαζ και τις πιάνο μπαλάντες σε αντισυμβατικές ενορχηστρώσεις με χρήση διαφορετικών οργάνων, ενίοτε αυτοσχέδιων, αλλά και διαφορετικούς ρυθμούς (βαλς, τάνγκο, ρούμπα, κ.α.) ενσωματώνοντας συγχρόνως στοιχεία από το καμπαρέ και τα μπλουζ. Η μουσική του Frank’s Wild Years γράφτηκε για το ομώνυμο μιούζικαλ, που εκτελέστηκε σε σκηνοθεσία του Γκάρι Σινίζ στο Σικάγο, με τον Γουέιτς να αναλαμβάνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Η ενασχόλησή του με την ηθοποιία και το μουσικό θέατρο συνεχίστηκε περισσότερο εντατικά κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980 και τις αρχές του 1990. Το 1986 ανέλαβε κεντρικό ρόλο στην ταινία Στην παγίδα του νόμου του Τζιμ Τζάρμους, ενώ είχε επίσης μικρή συμμετοχή στις ταινίες Ironweed (1987), Candy Mountain (1988). Το 1988 κυκλοφόρησε το ζωντανά ηχογραφημένο άλμπουμ Big Time, με εκτενές υλικό από τις εμφανίσεις του Γουέιτς στα πλαίσια περιοδείας του.

Η θεατρική συνεργασία του με τον αβάν γκαρντ σκηνοθέτη Ρόμπερτ Γουίλσον και τον συγγραφέα Γουίλιαμ Μπάροουζ απέφερε το μιούζικαλ The Black Rider: The Casting of the Magic Bullets, βασισμένο στο γερμανικό θρύλο Der Freischütz που ενέπνευσε και την ομώνυμη όπερα του Καρλ Μαρία φον Βέμπερ. Εκτελέστηκε για πρώτη φορά το 1990 στο θέατρο Thalia του Αμβούργου και ακολούθησαν συνολικά 30 παραγωγές σε επτά διαφορετικές γλώσσες. Στο Black Rider, οι συνθέσεις του Γουέιτς παραπέμπουν στο ύφος του Κουρτ Βάιλ. Συνεργάστηκε εκ νέου με τον Γουίλσον για μία δεύτερη οπερατική παραγωγή, με τίτλο Alice (1992), που πραγματεύεται τη σχέση του Λιούις Κάρολ με την Άλις Λίντελ και δανείζεται στοιχεία από το έργο Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων.

Επέστρεψε στη δισκογραφία με την ηχογράφηση του Bone Machine (1992), για το οποίο βραβεύτηκε με το Γκράμι καλύτερου εναλλακτικού άλμπουμ και επαινέθηκε από τους κριτικούς. Ο δίσκος διακρίνεται για τη σκοτεινή θεματολογία του, το μινιμαλισμό και την «τραχύτητά» της παραγωγής. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε επίσης η μουσική που έγραψε για την ταινία Night on Earth (1991) του Τζιμ Τζάρμους.

Ο Γουέιτς βραβεύτηκε για δεύτερη φορά το 1999 με το Γκράμι Καλύτερου Σύγχρονου Φολκ Άλμπουμ για το δίσκο Mule Variations, στον οποίο διακρίνονται στοιχεία από ένα ευρύ φάσμα της αμερικανικής μουσικής παράδοσης, προσεγγίζοντας το γκόσπελ, τη νουάρ τζαζ, το φανκ, το σουρεαλιστικό μπλουζ του Captain Beefheart ή ακόμα τον Κουρτ Βάιλ. Σημειώνοντας αξιόλογη εμπορική επιτυχία, με περισσότερες από ένα εκατομμύριο πωλήσεις, εξασφάλισε στον Γουέιτς την αποδοχή ενός ευρύτερου ακροατηρίου. Υπήρξε συγχρόνως η πρώτη κυκλοφορία του με την δισκογραφική εταιρεία ANTI-, θυγατρική της ανεξάρτητης Epitaph.



Το Φεβρουάριο του 2000 ο Ρόμπερτ Γουίλσον συνεργάστηκε ξανά με τον Γουέιτς και την Μπρέναν για τη θεατρική παραγωγή του Woyzeck στη Κοπεγχάγη. Εκτελέστηκε για πρώτη φορά στις 18 Νοεμβρίου του ίδιου έτους και παίχτηκε στην Ευρώπη το 2001 στη δανική γλώσσα και το 2002 στην αγγλική, με περιορισμένο αριθμό εκτελέσεων επίσης στη Νέα Υόρκη και στο Λος Άντζελες. Βασισμένο εν μέρει στην ομώνυμη τραγωδία του Γκέοργκ Μπύχνερ, το έργο διηγείται τη σκοτεινή ιστορία ενός στρατιώτη που πέφτει τελικά θύμα της ζήλιας του και της απάνθρωπης επιρροής των γιατρών και του στρατού. Τα τραγούδια που συνέθεσε ο Γουέιτς περιλήφθηκαν αργότερα στο άλμπουμ Blood Money (2002).

Η επόμενη δισκογραφική δουλειά του, με τίτλο Real Gone (2004), χαρακτηρίζεται από διάθεση νέων πειραματισμών. Ενδεικτική είναι η πλήρης απουσία του πιάνου που κατά τον Γουέιτς δεν θα ταίριαζε στον ωμό και πρωτόγονο ήχο του άλμπουμ, καθώς και η διάθεση πολιτικού σχολιασμού ή έκφραση διαμαρτυρίας σε ορισμένες συνθέσεις (Day after Tomorrow, Hoist That Rag, και Sins of my Father). Ακολούθησε η μεγάλη συλλογή Orphans: Brawlers, Bawlers, & Bastards (2006) που περιείχε προηγουμένως ακυκλοφόρητα τραγούδια και τριάντα νέες συνθέσεις μετά την εποχή του Real Gone. Περιλαμβάνοντας, μεταξύ άλλων, μια διασκευή μπαλάντας του Φρανκ Σινάτρα, παραδοσιακά φολκ τραγούδια, διασκευές πανκ τραγουδιών των Ramones και καμπαρέ συνθέσεις, η συλλογή συνοψίζει κατά κάποιο τρόπο τις τρεις δεκαετίες της μουσικής σταδιοδρομίας του Γουέιτς.

Το 2008 περιόδευσε στις νότιες πολιτείες των ΗΠΑ και στην Ευρώπη. Ζωντανές ηχογραφήσεις από την περιοδεία κυκλοφόρησαν το 2009 στο άλμπουμ Glitter and Doom Live.

➤  Tom Waits For No One

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου