Vito Acconci - Αυτό που πραγματικά θέλω είναι η επανάσταση

Αυτα ειναι τα λογια του σπουδαίου Vito Acconci (1940 - 2017) σε μια συνέντευξη του στην διαδικτυακή τηλεόραση του San Francisco Museum of Modern Art.


Η μοναξιά και η απώλεια στα έργα του Mark Morrisroe

Περπατώντας άγρια στις αίθουσες του Σχολείου Τέχνης με τα σκισμένα μπλουζάκια του, αποκαλώντας τον εαυτό του Mark Dirt, ήταν ο πρώτος πανκ...


Jacques Henri Lartigue Φωτογραφιζοντας την ευτυχια

Στην Ευρώπη κανένας κριτικός δεν θα τολμούσε να αποδώσει καλλιτεχνική εγκυρότητα σε έννοιες όπως «ελαφρότητα» και «ευτυχία»...


Η συλλογή Bennett
The Bennett Collection of Women Realists

Οι Elaine και Steven Bennett είναι αφοσιωμένο στην προώθηση της καριέρας των γυναικών καλλιτεχνών, αφού «οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται...».


Η ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΒΑΣΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ


Η ύλη εθεωρείτο ανέκαθεν υπό-σταση, δηλαδή κάτι που έχει διπλή ιδιότητα, γιατί: «Στέκεται» (στάση, «ίστημι»), έχει μόνιμη διάρκεια.

Ταυτόχρονα είναι ένα είδος υποστρώματος (substratum), που βρίσκεται κάτω από («υπό») όλα τα άλλα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου και τα υποβαστάζει σταθερά.

Γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα, μάλιστα, στην αρχή της διατήρησης της μάζας ήρθε να προστεθεί η αρχή της διατήρησης της ενέργειας, οπότε οι ειδικοί πίστεψαν ότι έφτασαν στη σύλληψη της έσχατης υφής του κόσμου και μάλιστα «στο ακίνητο βάθος του όντος», σύμφωνα με την έκφραση του Ταιν.

Ωστόσο, η ύλη-υπόσταση δέχεται από τη νεότερη φυσική καίρια πλήγματα. Συγκεκριμένα:

Ο Αϊνστάιν, διδάσκοντας ότι η ενέργεια ισούται με τη μάζα επί το τετράγωνο της ταχύτητας του φωτός (Ε = MC2 ), έδειξε ταυτόχρονα ότι η μάζα ενός σώματος αυξάνεται λόγω της ταχύτητας, με την οποία αυτό κινείται, άρα η μάζα εξαρτάται από την ταχύτητα. Επίσης έδειξε ότι η απώλεια ενέργειας προκαλεί μείωση της μάζας. Αλλά οι θέσεις αυτές πλήττουν την έννοια της ύλης, αφού αμφισβητούν τη σταθερότητα της μάζας.

Επιπλέον, ο Πωλ Λανζεβέν διατύπωσε την αρχή, σύμφωνα με την οποία ύλη και ενέργεια ταυτίζονται. Αλλά η ταύτιση αυτή μειώνει τη σημασία της ύλης ως υπόστασης, αφού η ενέργεια είναι κάτι το «άυλο», κάτι το ελάχιστα σταθερό και «υποστασιακό»

Είχε προηγηθεί η δεύτερη αρχή της θερμοδυναμικής των Καρνό-Κλαούζιους, σύμφωνα με την οποία κατά τη μετατροπή της θερμότητας σε έργο υπάρχει μια «μείωση της διαθεσιμότητας» της ενέργειας για παραγωγή χρήσιμου έργου στο εσωτερικό ενός συστήματος. Αυτή η μείωση της διαθεσιμότητας αλλά και η μαθηματική έκφρασή της αποδίδονται με τον όρο εντροπία (από την ελληνική λέξη εντροπή = στροφή προς το μέρος κάποιου). Από την αρχή αυτή προκύπτει ότι στο εσωτερικό ενός συστήματος συντελείται μια μη αναστρέψιμη πορεία προς την αδράνεια και τη μη διαφοροποίηση. Επομένως, θα μπορούσε να γίνει λόγος για κάποια «υποβάθμιση της ενέργειας» στο εσωτερικό του συστήματος

Σύμφωνα με τη μικροφυσική, τα σωματίδια που απαρτίζουν το διασπασμένο άτομο δεν είναι μικρά αντικείμενα με κάποιο όγκο και κανονική τροχιά στην κίνησή τους. Δεν έχουν υπόσταση με κάποιες ιδιότητες, αλλά αποδίδονται από ένα «σύστημα εξισώσεων». Δεν υπάρχει «κανένας λόγος να συλλάβουμε (αυτά τα στοιχειώδη σωματίδια) (...) ως αποτελούμενα από ένα κάποιο υλικό. Είναι, κατά κάποιο τρόπο, καθαρές απεικονίσεις (...). Η μορφή αντικαθιστά την υπόσταση ως θεμελιώδη έννοια» (Σραίντινγκερ).

Αλλά και η ίδια η ύπαρξη των σωματιδίων ετέθη υπό αμφισβήτηση. Θα μπορούσαμε άραγε να ισχυριστούμε ότι ένα σωματίδιο είναι πάντοτε ίδιο με τον εαυτό του;

Για να απαντήσουμε καταφατικά, θα έπρεπε να είχαμε τη δυνατότητα να το παρακολουθούμε συνεχώς και να εξετάζουμε την κατάστασή του. Αλλά αυτό είναι αδύνατον στη μικροφυσική. Ανάμεσα στις παρατηρήσεις παρεμβάλλονται κενά διαστήματα, εξαιτίας των οποίων οι παρατηρήσεις δεν είναι συνεχείς αλλά σχεδόν ακαριαίες, αφού διαρκούν απειροελάχιστα κλάσματα του δευτερολέπτου.

Τι γίνεται όμως το σωματίδιο κατά τη χρονική περίοδο που δεν μπορούμε να το παρακολουθήσουμε; Μόνο πιθανολογικά μπορούμε να αποφανθούμε στην προκειμένη περίπτωση. «Αντιλαμβανόμαστε επομένως ότι ακόμη και η ιδιότητα της ύπαρξης (...) δεν αποδίδεται σε αυτό που περιγράφουμε. Πρόκειται για μια δυνατότητα ύπαρξης ή για μια τάση για ύπαρξη. Μπορούμε να μιλάμε για μια πιθανότητα ύπαρξης» (Χάιζενμπεργκ).

Αλλά ο Χάιζενμπεργκ προχωρεί ακόμη περισσότερο: αντιτιθέμενος στον Ντεκάρτ, που έκανε σαφή διάκριση ανάμεσα στο «εκτατό πράγμα» ( res extensa) και στο «σκεπτόμενο υποκείμενο» (res cogitans), δέχεται ότι το υποκειμενικό στοιχείο παρεμβαίνει κατά τη γνώση του εξωτερικού κόσμου.

Έτσι διατυπώνει απόψεις που θυμίζουν τη γνωσιολογία του Καντ: «Δεν μπορούμε να εξαντικειμενικεύσουμε πλήρως το αποτέλεσμα μιας παρατήρησης, γράφει, δεν μπορούμε να περιγράψουμε τι συμβαίνει ανάμεσα σε αυτή την παρατήρηση και στην επόμενη. Είναι σαν να είχαμε εισαγάγει ένα στοιχείο υποκειμενισμού στη θεωρία, σαν να θέλαμε να πούμε: ό,τι συμβαίνει εξαρτάται από τον τρόπο που το παρατηρούμε ή από το ότι το παρατηρούμε (...).

Οι φυσικές επιστήμες δεν περιγράφουν και δεν εξηγούν απλώς τη φύση. Είναι μέρος της αλληλεξάρτησης που υπάρχει ανάμεσα στη φύση και στους εαυτούς μας. Περιγράφουν τη φύση όπως αυτή φανερώνεται στην μέθοδο των εργασιών μας».

Επομένως, αυτό που παραδοσιακά ονομάζαμε «ύλη», «πράγμα», «res», στη μικροφυσική θρυμματίζεται, γίνεται μια σειρά μαθηματικών τύπων. Το υπόβαθρο της υλικής πραγματικότητας καταρρέει. Ή, καλύτερα, η υλική πραγματικότητα δίνει την εντύπωση ότι στηρίζεται σε ένα μη πραγματικό βάθος. Έτσι η υποδομή του κόσμου μοιάζει να έχει μια «ύπαρξη-φάντασμα» και να «διαλύεται στο μισοσκόταδο» (Π. Γιόρνταν).

Είναι πολύ χαρακτηριστικά όσα έγραφε το 1946 ο Λουϊ ντε Μπρολί: «Αν ήμουνα χιουμορίστας, θα έλεγα ότι, έχοντας περάσει τη ζωή μας μελετώντας τα άτομα, δεν ξέρουμε πλέον καθόλου τι είναι αυτά».

Μήπως αυτά όλα σημαίνουν ότι η «κατάρρευση» της ύλης και, κατά συνέπεια, της ανεξάρτητης από το υποκείμενο πραγματικότητας ενισχύει τις θέσεις του ιδεαλισμού;

Εκείνο που ενδιαφέρει τη θεωρία της επιστήμης δεν είναι αν οι αντιλήψεις της μικροφυσικής σχετικά με την ύλη συμφωνούν με τις αντιλήψεις της κλασικής φυσικής - και είναι φυσικό να μη συμφωνούν, αφού η καθεμιά τους εξετάζει φαινόμενα διαφορετικής κλίμακας.

Ό,τι προέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι τόσο η υφή της πραγματικότητας και ο τρόπος με τον οποίο γίνεται αυτή γνωστή στον άνθρωπο.

Είναι το αν η πραγματικότητα υπάρχει ανεξάρτητα από τη συνείδηση του νοούντος υποκειμένου. Και στο σημείο αυτό δε φαίνεται να διατυπώνεται σοβαρή αντίρρηση.

Η ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΝΤΕΤΕΡΜΙΝΙΣΜΟΥ

Μία από τις θεμελιώδεις αρχές της παραδοσιακής λογικής είναι η αρχή «του αποχρώντος (ή επαρκούς) λόγου», σύμφωνα με την οποία καθετί που υπάρχει έχει την επαρκή αιτία που εξηγεί πλήρως την ύπαρξή του. Η στενή εξάρτηση ενός φαινομένου-αποτελέσματος από ένα γενεσιουργό παράγοντα-αίτιο οδήγησε στη σύλληψη της ακόλουθης γενικότερης αρχής: αφού, κάθε φορά που παρατηρείται ένα φαινόμενο υπάρχουν καθορισμένες συνθήκες που το προκαλούν, λογικό είναι να ισχύει και το αντίστροφο, δηλαδή κάθε φορά που αυτές οι καθορισμένες συνθήκες υπάρχουν, το αντίστοιχο φαινόμενο – και μόνο αυτό – να προκύπτει αναγκαστικά. Κατ’ επέκταση: τα ίδια αίτια οδηγούν υποχρεωτικά στα ίδια αποτελέσματα, τα ίδια αποτελέσματα προέρχονται από τα ίδια αίτια.

Αυτή είναι η αρχή του ντετερμινισμού. Αφού όμως αυτές οι (αυστηρά) καθορισμένες σχέσεις υπάρχουν πραγματικά, μπορώ να τις γνωρίσω κατά τρόπο επιστημονικά έγκυρο και μάλιστα να προβλέψω τα φαινόμενα που θα προκληθούν από αυτές.

Η έννοια του ντετερμινισμού (λατ. determino = ορίζω, περιορίζω, προσδιορίζω), που αντιτίθεται στην έννοια του ιντετερμινισμού , κατέχει κεντρική θέση στη θεωρία της επιστήμης, με αποτέλεσμα η αποδοχή ή η αμφισβήτησή του να επηρεάζει άμεσα την τελευταία.

Εδώ γεννιέται όμως το ακόλουθο ερώτημα: οι αιτίες και οι νόμοι υπάρχουν άραγε αυτόνομα, δηλαδή ανεξάρτητα από το ανθρώπινο πνεύμα; Ή μήπως πρόκειται για κανονικότητες, οι οποίες αποτελούν λογικά επεξεργασμένα «πλάσματα» του νου μας, που ωστόσο μας είναι απαραίτητα, προκειμένου να επιβάλουμε τάξη στα φαινόμενα, να τα ερμηνεύσουμε και τελικά να τα ελέγξουμε;

Είναι ένα δύσκολο φιλοσοφικό πρόβλημα.

Μήπως τα φαινόμενα δεν εμφανίζονται σύμφωνα με καθορισμένους όρους;

Με άλλα λόγια, μήπως η αρχή του ντετερμινισμού δεν ισχύει;

Δύο είναι τα βασικά επιχειρήματα που συνήθως διατυπώνονται κατά του ντετερμινισμού:

1. Οι «σχέσεις απροσδιοριστίας».

2. Η έννοια της τύχης

ΟΙ «ΣΧΕΣΕΙΣ ΑΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΤΙΑΣ»

Για να κατανοήσουμε πόσο κλονίστηκε η έννοια του ντετερμινισμού, πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι σύμφωνα με την κλασική φυσική, ο νόμος χαρακτηρίζεται από «εσωτερική τελειότητα», δηλαδή από απλότητα, ακρίβεια και καθολικότητα, που εκφράζονται με την αυστηρότητα της μαθηματικής διατύπωσης.

Αλλά στη νεότερη φυσική η εσωτερική τελειότητα των νόμων δεν αναγνωρίζεται πλέον. Άλλοτε πίστευαν ότι στη φύση τα πράγματα είναι απλά και ότι η περίπλοκη ερμηνεία των φαινομένων οφείλεται στις ελλιπείς γνώσεις μας και στην περιορισμένη νοητική μας ικανότητα. Τώρα, αντίθετα, υπάρχει η τάση να γίνει δεκτό πως εμείς είμαστε εκείνοι που με τους συμβατικούς φυσικούς νόμους, τους οποίους διατυπώνουμε, απλοποιούμε τα πράγματα, ενώ αυτά είναι «καθαυτά» περίπλοκα.

Έτσι προλειαίνεται το έδαφος, ώστε ο απαρέγκλιτος ντετερμινισμός να παραχωρήσει τη θέση του σε νόμους που η ισχύς τους επιβεβαιώνεται στατιστικά.

Επειδή, για παράδειγμα, δεν είναι δυνατόν να μελετηθούν ένα προς ένα όλα τα μόρια του αέρα, ώστε να συναχθούν συμπεράσματα, θεωρούνται τα μόρια στο σύνολό τους, οπότε οι κινήσεις τους δε φαίνεται να ακολουθούν απόλυτα καθορισμένη πορεία και διαπιστώνονται κάποιες αποκλίσεις σε σχέση με τις αρχικές προβλέψεις.

Βέβαια, οι αποκλίσεις αυτές είναι στην πράξη αμελητέες, δεν παύουν ωστόσο να δίνουν στατιστικό χαρακτήρα στο ντετερμινισμό.

Ακόμη εντονότερη είναι η αμφισβήτηση του ντετερμινισμού από τις «σχέσεις απροσδιοριστίας».

Σύμφωνα με το φυσικό Βέρνερ Χάιζενμπεργκ, είναι αδύνατον να προσδιορίσει κανείς ταυτόχρονα την ταχύτητα και την ακριβή θέση ενός υλικού σωματιδίου (λ.χ. ηλεκτρονίου) χρησιμοποιώντας έ να φωτεινό σωματίδιο (δηλαδή φωτόνιο). Και αυτό, γιατί η γνώση της μιας από αυτές τις δύο μεταβλητές αποκλείει την ταυτόχρονη γνώση της άλλης, και αντιστρόφως.

Έτσι μερικοί κατέληξαν στην άποψη ότι υπάρχει μια απροσδιοριστία όχι στη δική μας δυνατότητα να γνωρίσουμε τα πράγματα, αλλά στα πράγματα τα ίδια: αν μερικές ποσότητες ή ομάδες ποσοτήτων δεν είναι μετρήσιμες, διατείνονται, αυτό οφείλεται στο ότι οι ακριβείς τιμές τους δεν υπάρχουν. Άρα στο χώρο της μικροφυσικής ο απόλυτος καθορισμός κάθε συμβάντος με βάση προγενέστερα συμβάντα σύμφωνα με αυστηρούς νόμους, τον οποίο υποστηρίζει ο ντετερμινισμός, δε φαίνεται να ισχύει.

Ορισμένοι, με αφετηρία τις πιο πάνω διαπιστώσεις, προχώρησαν στη συναγωγή συμπερασμάτων φιλοσοφικού περιεχομένου. Μίλησαν για «ελεύθερη βούληση του ηλεκτρονίου» και για το ότι, κάποιες στιγμές, «η φύση διαλέγει».

Άλλοι δε δίστασαν να δουν στην αρχή της απροσδιοριστίας το θεμέλιο της ανθρώπινης ελευθερίας και, γενικότερα, του πνευματικού βίου.

Θα ήταν ορθότερο να πούμε ότι, τελικά, η απροσδιοριστία βρίσκεται όχι στα ίδια τα πράγματα αλλά στη σκέψη μας, στα ατελή μέσα μας και στην ακατάλληλη μεθοδολογία μας. «Η εμπειρία μάς απαντά ότι δεν μπορεί κανείς να γνωρίσει με ακρίβεια ταυτόχρονα τη θέση και την ταχύτητα ενός σωματιδίου. Επομένως συμπεραίνουμε: οι νόμοι της φύσης συνεπάγονται μια θεμελιώδη απροσδιοριστία (...).

Είναι πιο απλό να πούμε: αυτό οφείλεται στο ότι το θέμα έχει τεθεί εσφαλμένα καθώς και στο ότι η φύση δε γνωρίζει το κινούμενο σωματίδιο (...).

Δεν πρόκειται καθόλου για κρίση του ντετερμινισμού αλλά για κρίση του μηχανισμού, που δοκιμάζουμε να τον χρησιμοποιήσουμε, για να απεικονίσουμε έναν καινούριο τομέα. Διαπιστώνουμε στην πραγματικότητα την ανεπάρκεια, στο χώρο του μικροσκοπικού, των εννοιών και των ιδεών που μας ήταν επαρκείς στο χώρο του μακροσκοπικού» (Π.Λανζεβέν).

Ακόμη και ο Λουϊ ντε Μπρολί, που εισήγαγε τη σύνδεση κύματος και σωματιδίου και που υπήρξε από τους θιασώτες του ιντετερμινισμού, ήταν στη συνέχεια λιγότερο κατηγορηματικός. «Σκάβοντας κάτω από τους νόμους της πιθανότητας, γράφει, θα μπορέσουμε άραγε να ξαναβρούμε αιτιώδεις νόμους, όπως βρήκαμε άλλοτε, πίσω από τους στατιστικούς νόμους των αερίων, τους αιτιώδεις νόμους της κίνησης των μορίων; Μερικά επιχειρήματα θα μας οδηγούσαν στο να το πιστέψουμε, αλλά θα ήταν πολύ ασύνετο να το διαβεβαιώσουμε.

Όποια και αν είναι η τελική τύχη που επιφυλάσσεται στις καινούριες διδασκαλίες, είναι απείρως ενδιαφέρον για τους φιλοσόφους το ότι οι φυσικοί οδηγήθηκαν, έστω και για μια στιγμή , στο να αμφιβάλουν για τον ντετερμινισμό των φυσικών φαινομένων και για τη δυνατότητα να τα περιγράψουμε κατά τρόπο πλήρη στο πλαίσιο του χώρου και του χρόνου».

«Μια νόηση, γράφει ο Λαπλάς, που σε μια δεδομένη στιγμή θα γνώριζε όλες τις δυνάμεις από τις οποίες κινείται η φύση και την αντίστοιχη θέση των όντων που την αποτελούν, αν (αυτή η νόηση) ήταν τόσο πελώρια, ώστε να υποβάλει αυτά τα δεδομένα σε ανάλυση, τότε θα περιελάμβανε μέσα στον ίδιο τύπο τις κινήσεις των πιο μεγάλων σωμάτων του σύμπαντος και τις κινήσεις του ελαφρύτερου ατόμου.

Τίποτα δε θα ήταν αβέβαιο γι’ αυτήν και το μέλλον όπως και το παρελθόν θα ήταν παρόν στα μάτια της».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου