Vito Acconci - Αυτό που πραγματικά θέλω είναι η επανάσταση

Αυτα ειναι τα λογια του σπουδαίου Vito Acconci (1940 - 2017) σε μια συνέντευξη του στην διαδικτυακή τηλεόραση του San Francisco Museum of Modern Art.


Η μοναξιά και η απώλεια στα έργα του Mark Morrisroe

Περπατώντας άγρια στις αίθουσες του Σχολείου Τέχνης με τα σκισμένα μπλουζάκια του, αποκαλώντας τον εαυτό του Mark Dirt, ήταν ο πρώτος πανκ...


Jacques Henri Lartigue Φωτογραφιζοντας την ευτυχια

Στην Ευρώπη κανένας κριτικός δεν θα τολμούσε να αποδώσει καλλιτεχνική εγκυρότητα σε έννοιες όπως «ελαφρότητα» και «ευτυχία»...


Η συλλογή Bennett
The Bennett Collection of Women Realists

Οι Elaine και Steven Bennett είναι αφοσιωμένο στην προώθηση της καριέρας των γυναικών καλλιτεχνών, αφού «οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται...».


Marguerite Yourcenar

Η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ (φιλολογικό ψευδώνυμο-αναγραμματισμός του επωνύμου της, το πραγματικό της όνομα ήταν Marguerite Ghislaine Cleenewerck de Crayencour), γεννήθηκε στις Βρυξέλλες, στις 8 Ιουνίου του 1903.

Η μητέρα της που ήταν βελγίδα πέθανε δέκα ημέρες μετά τον τοκετό. Ο πατέρας της, Γάλλος αξιωματικός, τη μεγάλωσε στη Λιλ, όπου βρισκόταν ο πατρογονικός πύργος του, με ρομαντικές ιστορίες και ταξίδια.

Μορφώθηκε κατ' οίκον με έμφαση στις ξένες γλώσσες, ζωντανές και νεκρές, όπως τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά. Ο πατέρας της πέθανε το 1929, την ίδια χρονιά εκδόθηκε το πρώτο της μυθιστόρημα, ο "Αλέξης". Ταξίδεψε στη Μαύρη Θάλασσα, το 1935, με συντροφιά τον Ανδρέα Εμπειρίκο. Τότε γράφτηκαν οι λυρικές "Φωτιές" (1936) και τα "Διηγήματα της Ανατολής" (1939). Γνωστή και η συνεργασία της με τον Κ. Θ. Δημαρά, το 1939, με αφορμή την ποίηση του Καβάφη που πρώτη αυτή έκανε γνωστό στη Γαλλία με τις μεταφράσεις της και το σχετικό δοκίμιό της.

Το 1939 εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ. Το 1947, πήρε την αμερικανική υπηκοότητα, που έμελλε να της προκαλέσει αρκετά προβλήματα στη Γαλλία. Τρία χρόνια αργότερα, αγόρασε και σπίτι σε νησάκι της Πολιτείας του Μέιν, το νησί των "Έρημων Λόφων" (Μάουντ Ντέζερτ). Μεγάλο μέρος της ζωής της η Γουρσενάρ συνέζησε με τη σύντροφο, μεταφράστρια και γραμματέα της Γκρέις Φρικ.

Το 1951 εξέδωσε το έργο της "Αδριανού Απομνημονεύματα" με τεράστια εμπορική και κριτική αποδοχή αφού το είχε δουλέψει επί πολλά χρόνια μελετώντας σε βιβλιοθήκες και επισκεπτόμενη πολλά από τα μέρη όπου διαδραματίζεται η ιστορία. Άλλωστε το έργο της Γιουρσενάρ είναι συνυφασμένο με την ελληνική, ανθρωπιστική αντίληψη.

Στα 1968 η "Άβυσσος" ("L'Oeuvre au noir") θα κερδίσει παμψηφεί το βραβείο Femina. Τέλος "Ο λαβύρινθος του κόσμου Ι: Ευλαβικές αναμνήσεις" (1974), "Ο λαβύρινθος του κόσμου ΙΙ: Αρχεία του Βορρά" (1977) και "Ο λαβύρινθος του κόσμου ΙΙΙ: Τι; Η αιωνιότητα" (1988) συγκροτούν το τρίπτυχο, στο οποίο η συγγραφέας ανακαλεί τις μνήμες της οικογένειάς της και των δικών της παιδικών χρόνων.

Το 1980 η Γαλλική Ακαδημία αποφάσισε να σπάσει την παράδοση 345 ετών και να δεχτεί ανάμεσα στους σαράντα "αθανάτους" και μια γυναίκα. Άλλα σημαντικά βιβλία της είναι: "Ο οβολός του ονείρου" (1934), "Χαριστική βολή" (1939), "Ποιος δεν έχει τον Μινώταυρό του;" (1963), "Το στεφάνι και η λύρα" (ανθολογία, 1979), "Μισίμα ή το Όραμα του κενού" (1981), "Σαν το νερό που κυλάει" (1982), "Η σμίλη του χρόνου" (1982).

Η Γιουρσενάρ πέθανε στο νησί Μάουντ Ντέζερτ των ΗΠΑ, στις 17 Δεκεμβρίου 1987, σε ηλικία 84 ετών, από εγκεφαλικό επεισόδιο.

Το 1951, στη Γαλλία, η Γιουρσενάρ δημοσίευσε το έργο της Αδριανού Απομνημονεύματα, το οποίο έγραφε κατά διαστήματα σε διάρκεια δέκα χρόνων. Ηταν η ζωή και ο θάνατος ενός από τους μεγάλους αυτοκράτορες της αρχαιότητας, του Αδριανού, μέσα από ένα γράμμα που είχε γράψει ο ίδιος στον υιοθετημένο γιο του Μάρκο Αυρήλιο, αναπολώντας τους θριάμβους και τις ήττες του, την αγάπη του για τον Αντίνοο, την όλη φιλοσοφία του. Αυτό το μυθιστόρημα θα γινόταν ένα μοντέρνο κλασικό έργο, ορόσημο για να αναμετριέται πάνω του κάθε μελλοντική λογοτεχνική αναπαράσταση της αρχαιότητας.

Από το σημειωματάριο του βιβλίου, Ανριανού Απομνημονεύματα εκδ. Χατζηνικολή, διαβάζουμε:

«Αυτό το βιβλίο το συνέλαβα, έπειτα το έγραψα, στο σύνολό του ή τμηματικά και κάτω από διαφορετικές μορφές, ανάμεσα στο 1924 και το 1926, μεταξύ του εικοστού και του εικοστού τρίτου χρόνου της ηλικίας μου. Όλα εκείνα τα χειρόγραφα καταστράφηκαν κι’ έπρεπε να έχουν καταστραφεί.

Σε κάποιο πολυδιαβασμένο και άφθονα σχολιασμένο τόμο του Φλωμπέρ,βρήκα και πάλι την αξέχαστη φράση: Όταν δεν υπήρχαν πια θεοί και ο Χριστός δεν υπήρχε ακόμη, υπήρξε, ανάμεσα στον Κικέρωνα και τον Μάρκα Αυρήλιο μια μοναδική στιγμή, στην οποία υπήρχε μόνο ο άνθρωπος. Ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου θα περνούσε προσπαθώντας να καθορίσω, να χρωματίσω κατόπιν, αυτόν τον άνθρωπο ο που είναι μόνος, και από άλλη πλευρά, δεμένος με όλα.

Ξανάρχισα να δουλεύω το 1934. Μακροχρόνιες έρευνες. Καμμιά δεκαπενταριά σελίδες που γράφτηκαν και κρίθηκαν οριστικές. Το σχέδιο ξανάρχισε, και πάλι εγκαταλείφθηκε πολλές φορές ανάμεσα στο 1934 και το 1937.

Για καιρό φανταζόμουν το έργο με μορφή διαλόγων, στους οποίους θα φτάναν ν’ ακούγονται όλες οι φωνές της εποχής. Αλλ’ ό,τι κι’ αν έκανα, η λεπτομέρεια επιβαλλόταν στο σύνολο. Τα μέρη εξέθεταν την ισορροπία του συνόλου. Η φωνή του Ανδριανού χανότανε κάτω απ΄όλες αυτές τις φωνές. Δεν κατάφερνα να οργανώσω όλων εκείνο τον κόσμο, όπως τον είχε δει και ακούσει ένας άνθρωπος.

Η μόνη φράση που σώζεται από τη γραφή του 1934: «Αρχίζω να διακρίνω το προφίλ του θανάτου μου». Σαν το ζωγράφο, που τοποθετημένος μπροστά σ’ ένα ορίζοντα μετακινεί ακατάπαυστα το καβαλέττο του, πρώτα δεξιά, ύστερα αριστερά, είχα βρει επιτέλους την προοπτική του βιβλίου.

Να συλλάβω μια ζωή γνωστή συμπληρωμένη, καθορισμένη (όσο μπορεί να είναι ποτέ) από την ιστορία, έτσι ώστε ν΄ αγκαλιάσω με μια μονάχα ματιά ολόκληρη την καμπύλη. Ακόμα πιο συγκεκριμένα, να διαλέξω τη στιγμή που ο άνθρωπος που έζησε αυτή την ύπαρξη, τη ζύγιασε, την εξέτασε, στάθηκε έστω και για μια στιγμή ικανός να την κρίνει. Να το κάνω έτσι ώστε να βρεθεί αντιμέτωπος με τη ζωή του από την ίδια θέση με μας.

Πρωινό στην έπαυλη Αδριάνα. Αμέτρητα βράδυα στα καφενεδάκια γύρω από το Ολυμπείο. Αδιάκοπα πηγαινέλα στις Ελληνικές θάλασσες. Δρόμοι της Μικράς Ασίας. Για να μπορέσω να χρησιμοποιήσω αυτές τις αναμνήσεις, που είναι δικές μου, χρειάστηκε να μου γίνουνε τόσο μακρινές όσο ο 2ος αιώνας.»

Αποσπάσματα 

«...το ανθρώπινο πνεύμα μισεί να δεχθεί πως βρίσκεται στα χέρια της τύχης, πως δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα περαστικό προϊόν συμπτώσεων που δεν κυβερνάει κανένας Θεός, που προπαντός δεν κυβερνάει το ίδιο. Κάθε ζωή, ακόμα και η πιο ταπεινή, περνάει ένα μέρος της αναζητώντας τους λόγους της ύπαρξης της, τα σημεία απ’ όπου ξεκίνησε, τις πηγές. Ήταν η αδυναμία μου να τις ανακαλύψω που μ’ έκανε μερικές φορές να στραφώ προς μαγικές ερμηνείες, που με έκανε να ψάξω μέσα στα παραληρήματα του απόκρυφου για να βρω αυτό που δε μου έδινε η ανθρώπινη αίσθηση. Όταν όλοι οι πολύπλοκοι υπολογισμοί αποδεικνύονται ψεύτικοι, όταν οι ίδιοι οι φιλόσοφοι δεν έχουν τίποτα να μας πούνε πια, είναι νόμιμο να στρεφόμαστε προς την άσκοπη φλυαρία των πουλιών ή προς το μακρινό αντίβαρο των άστρων.» 

«Τα νέα της σαρματικής επιδρομής φτάσανε στη Ρώμη πάνω που πανηγύριζε το δακικό θρίαμβο του Τραϊανού. Αυτή η γιορτή, που ’χε πολλές φορές αναβληθεί, διαρκούσε οκτώ μέρες τώρα. Τους είχε πάρει ένα χρόνο σχεδόν να φέρουν από την Αφρική κι από την Ασία τα άγρια θηρία που θα σφάζονταν ομαδικά μέσα στην αρένα. Η σφαγή δώδεκα χιλιάδων θηρίων, το μεθοδικό φονικό δέκα χιλιάδων μονομάχων, έκανε τη Ρώμη ένα χαμαιτυπείο θανάτου. Εκείνο το βράδυ βρισκόμαστε στην ταράτσα του Αττιανού μαζί με το Μάρκιο Τύρβα και τον οικοδεσπότη μας. Η φωταγωγημένη πολιτεία ήταν φρικτή μέσα στη θορυβώδικη χαρά της.» 

«Τα ίχνη από τα εγκλήματά μας ήταν ακόμα ορατά παντού. Τα τείχη της Κορίνθου όπως τα είχε ρημάξει ο Μόμμιος, τα βάθρα στα βάθη των αδύτων γυμνά ύστερα από την αρπαγή των αγαλμάτων που διοργάνωσε στο σκανδαλώδες ταξίδι του ο Νέρωνας. Η φτωχεμένη Ελλάδα εξακολουθούσε να ζει μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα σκεπτικής χάρης, φωτεινής αιθρίας, σοφής ηδονής. (…) Η ελαφριά περιφρόνηση των Ελλήνων, που δεν έπαυα ποτέ να αισθάνομαι κάτω από τις πιο θερμές τιμές τους, δε με πρόσβαλλε. Την εύρισκα φυσική. Όποιες κι αν ήταν οι αρετές που με ξεχώριζαν απ’ αυτούς, ήξερα πως θα έμενα πάντα λιγότερο εύστροφος από ένα ναύτη της Αίγινας, λιγότερο σοφός από μια χορταρού της Αγοράς.» 

«Δεχόμουνα τον πόλεμο σαν ένα μέσο που θα έφερνε την ειρήνη, αν οι διαπραγματεύσεις δεν αρκούσαν γι’ αυτό, ακριβώς όπως ένας γιατρός παίρνει την απόφαση να καυτηριάσει αφού πρώτα δοκιμάσει όλα τα βότανα. Είναι τόσο περίπλοκα τα ανθρώπινα, που η ειρηνική ηγεμονία μου θα είχε, κι αυτή, τις πολεμικές περιόδους της, όμοια με τη ζωή ενός μεγάλου καπετάνιου, που θέλει δε θέλει, έχει κι αυτή τα ειρηνικά της διαλείμματα.» 

«Η εξαιρετική ευγένεια μου, στην οποία τα χυδαία πνεύματα διέκριναν μια μορφή αδυναμίας, δειλίας ίσως, φαινόταν τώρα σαν το λείο και στιλπνό θηκάρι της δύναμης. Με εξεθείαζαν που δεχόμουνα τόσο υπομονετικά τις αιτήσεις, που επισκεπτόμουν συχνά τα στρατιωτικά νοσοκομεία, που είχα μια φιλική οικειότητα με τους συνταξιούχους απόμαχους. Τίποτα απ’ όλ’ αυτά δε διέφερε από τον τρόπο με τον οποίο μεταχειρίστηκα σ’ όλη μου τη ζωή τους δούλους μου και τους γεωργούς του κτήματος μου. Καθένας από εμάς έχει περισσότερες αρετές απ’ όσες νομίζουμε, αλλά μόνο η επιτυχία τις φέρνει στο φως, ίσως γιατί τότε περιμένουν να μας δουν να παύουμε να τις εξασκούμε. Όταν τα ανθρώπινα πλάσματα παραξενεύονται που κάποιος κοσμοκράτορας δεν είναι ανόητα άπονος, φαντασμένος ή σκληρός, ομολογούν τη χειρότερη αδυναμία τους.» 

«Όλοι οι λαοί που χάθηκαν ως τα σήμερα, χάθηκαν από μιαν έλλειψη γενναιοδωρίας. Η Σπάρτη θα επιζούσε πολύ περισσότερο, αν είχε κάνει τους είλωτες να ενδιαφερθούν για την επιβίωσή της. (…) Επιμένω: το πιο απόκληρο από τα πλάσματα, ο σκλάβος που καθαρίζει το βόρβορο των πόλεων, ο λιμασμένος βάρβαρος που περιτριγυρίζει τα σύνορα, πρέπει να έχουν το συμφέρον να δουν τη Ρώμη να διαρκεί. Αμφιβάλλω αν ολόκληρη η φιλοσοφία του κόσμου θα φτάσει ποτέ να καταργήσει τη δουλεία. Θα της αλλάξουν το πολύ πολύ όνομα. Μπορώ να φανταστώ μορφές δουλείας, χειρότερες από τη δική μας, γιατί θα είναι πιο δόλιες. Θα καταφέρουν είτε να μεταμορφώσουν τον άνθρωπο σε μια ηλίθια ικανοποιημένη από τον εαυτό της μηχανή, που θα πιστεύεται ελεύθερη τη στιγμή ακριβώς που θα υποτάσσεται, είτε θα του αναπτύξουν, αποκλειστικά με την άνεση και την ηδονή, μια τόσο παράφρονη κλίση προς την εργασία, όσο είναι και το πάθος των βαρβάρων για τον πόλεμο. Απ’ αυτή τη δουλεία του πνεύματος ή της φαντασίας του ανθρώπου, εξακολουθώ να προτιμώ την πραγματική δουλεία μας.»

«Μερικοί άλλοι άνθρωποι είχαν διασχίσει τη γη πριν από μένα. Ο Πυθαγόρας, ο Πλάτωνας, καμιά δωδεκαριά σοφοί και αρκετοί τυχοδιώκτες. Ήταν η πρώτη φορά όμως που ο ταξιδιώτης ήταν ταυτόχρονα και αφέντης, απόλυτα ελεύθερος να δει, να μεταρρυθμίσει, να δημιουργήσει. Ήταν η τύχη μου, και αντιλαμβανόμουνα πώς θα μπορούσαν να περάσουν αιώνες προτού να ξανασυμπέσει να ταιριάξουν τόσο ευτυχισμένα ένα λειτούργημα, μια ιδιοσυγκρασία, ένας κόσμος. Και τότε κατάλαβα πόσο προνομιούχος είναι ένας άνθρωπος που είναι νέος, που είναι μόνος, πολύ λίγο παντρεμένος, δίχως παιδιά, δίχως σχεδόν προγόνους, ο Οδυσσέας χωρίς άλλη Ιθάκη από εκείνη που έχει μέσα του. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να σου κάνω μιαν ομολογία που δεν την έχω κάνει σε κανέναν. Ποτέ μου δεν είχα το συναίσθημα ότι ανήκω απόλυτα σε κάποιο μέρος, ούτε και σε αυτή την πολυαγαπημένη μου Αθήνα, ούτε στη Ρώμη καν. Ξένος παντού, δεν ένιωθα ιδιαίτερα αποξενωμένος από κανέναν τόπο.»

«Κατάληγα να το βρίσκω φυσικό, αν όχι δίκαιο, ότι έπρεπε να χαθούμε. Τα γράμματα μας εξασθενούνε. Οι τέχνες μας αποκοιμιούνται. Ο Παγκράτης δεν είναι Όμηρος. Ο Αρριανός δεν είναι Ξενοφώντας. Όταν προσπάθησα ν’ αποθανατίσω στην πέτρα τη μορφή του Αντίνοου, δε βρήκα Πραξιτέλη. Οι επιστήμες μας βαδίζουνε σημειωτόν από την εποχή του Αριστοτέλη και του Αρχιμήδη. Η πρόοδος της τεχνολογίας μας δε θ’ αντέξει στις φθορές ενός μακροχρόνιου πολέμου. Η φιληδονία μας μάς κάνει ν’ αηδιάζουμε την ευτυχία. Τα ημερότερα ήθη, οι πιο προοδευτικές ιδέες αυτού του τελευταίου αιώνα, είναι έργα μιας ελάχιστης μειοψηφίας ωραίων πνευμάτων. Η μάζα, παραμένει αγράμματη, άγρια όταν μπορεί, οπωσδήποτε εγωίστρια και στενόμυαλη, και όλα δείχνουνε πως θα μείνει πάντα τέτοια. Πάρα πολλοί αχόρταγοι έμποροι και τελώνες, πάρα πολλοί δύσπιστοι συγκλητικοί πάρα πολλοί κτηνώδεις κεντυριώνες έχουν εκθέσει προκαταβολικά το έργο μας.»  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου