Vito Acconci - Αυτό που πραγματικά θέλω είναι η επανάσταση

Αυτα ειναι τα λογια του σπουδαίου Vito Acconci (1940 - 2017) σε μια συνέντευξη του στην διαδικτυακή τηλεόραση του San Francisco Museum of Modern Art.


Η μοναξιά και η απώλεια στα έργα του Mark Morrisroe

Περπατώντας άγρια στις αίθουσες του Σχολείου Τέχνης με τα σκισμένα μπλουζάκια του, αποκαλώντας τον εαυτό του Mark Dirt, ήταν ο πρώτος πανκ...


Jacques Henri Lartigue Φωτογραφιζοντας την ευτυχια

Στην Ευρώπη κανένας κριτικός δεν θα τολμούσε να αποδώσει καλλιτεχνική εγκυρότητα σε έννοιες όπως «ελαφρότητα» και «ευτυχία»...


Η συλλογή Bennett
The Bennett Collection of Women Realists

Οι Elaine και Steven Bennett είναι αφοσιωμένο στην προώθηση της καριέρας των γυναικών καλλιτεχνών, αφού «οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται...».


Hermann Hesse

Ο Γιόχαν και η Μαρί Έσσε ήταν πρώην ιεραπόστολοι και μέλη του προτεσταντικού κινήματος του «ευσεβισμού» που έθετε υπεράνω όλων την ατομική αφοσίωση και την αυστηρή προσκόλληση στο χριστιανικό δόγμα, ήταν μονίμως προβληματισμένοι με την επιμονή του μεγαλύτερου γιου τους να γίνει σώνει και καλά διάσημος συγγραφέας και να τους αποξενώνει με κάθε πιθανό τρόπο.   Και ο πιο συνηθισμένος ήταν να καπνίζει μπροστά τους επιδεικτικά τόνους τσιγάρα, να πίνει αλκοόλ και να διαβάζει Τουργκένιεφ κρατώντας ένα περίστροφο. Μόνο τα κορίτσια δεν τον απασχολούσαν και τόσο, και η προβληματική του σχέση με τις γυναίκες (που όπως έλεγε, τις έβλεπε ως άλυτο αίνιγμα ή πρόβλημα) συνεχίστηκε και στην ενήλικη ζωή αλλά και στα γραπτά του. 

Στις σπάνιες εμφανίσεις τους στο έργο του, βρίσκονται συνήθως για να εκπληρώνουν εφηβικές ερωτικές φαντασιώσεις, όπως η Καμάλα του «Σιντάρτα» ή η Μαρία του «Λύκου της Στέππας».

Ο ίδιος πάντως παντρεύτηκε τρεις φορές, παρότι έμοιαζε σα να μην ήξερε τι να κάνει τις συζύγους του.   Η πρώτη, Η Μαρία Μπερνούλι, που ήταν εννιά χρόνια μεγαλύτερη του και μαζί της απέκτησε τους τρεις γιους του, δεν χαμογελάει σε καμία από τις φωτογραφίες που διασώζονται με την ίδια. Ο Έσσε την εγκατέλειψε μόλις διέγνωσε πάνω της ίχνη ψυχολογικής κατάρρευσης. Η δεύτερη, η Ρουθ Βάγκνερ, τον πρόλαβε, κάνοντας πρώτη αίτηση διαζυγίου, αφού προηγουμένως είχε δηλώσει: «Ούτε μια φορά δεν γνώρισα πνευματική ή σωματική αγάπη από αυτόν τον άνθρωπο». 

Η τρίτη φορά ήταν και η τυχερή. Η Νινόν Ντόλμπιν παρέμεινε και τελικά έζησε παραπάνω από τον σύζυγό της. Φανατική θαυμάστριά του πριν γίνουν εραστές, η Νινόν δεν φαινόταν να ενοχλείται από τις ιδιοτροπίες και τους κανόνες του, μεταξύ των οποίων ήταν η ρητή απαγόρευση να αγγίζει τα πράγματά του, η προτίμηση του να του αφήνει μηνύματα αντί να του απευθύνεται κατά πρόσωπο και γενικά να μένει μακριά του μέχρι να την καλέσει ο ίδιος. Δική του επίσης ήταν η ιδέα να κρεμάσουν έξω από την κατοικία τους στην Ελβετία μια πινακίδα που έγραφε «Όχι Επισκέπτες, Παρακαλώ». 

Ο Έρμαν Έσσε (Hermann Hesse) ήταν γερμανο-ελβετός πεζογράφος και ποιητής, τιμημένος με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1946. Κύριο θέμα των έργων του είναι η αποδέσμευση του ανθρώπου από τους καθιερωμένους κανόνες ζωής και συμπεριφοράς και η αναζήτηση της ευρύτερης πνευματικής του ουσίας. Με άλλα λόγια, η ολόψυχη και εναγώνια προσπάθεια του ατόμου να χτίσει έναν ακέραιο και αρμονικό εαυτό.

Οι βασικές επιρροές του ήταν, όπως ο ίδιος έλεγε, το χριστιανικό και απόλυτα αντιεθνικιστικό πνεύμα των γονιών του, η μελέτη των μεγάλων κινέζων δασκάλων και η φυσιογνωμία του ελβετού ιστορικού της τέχνης και του πολιτισμού Γιάκομπ Μπούρκχαρντ.

Με την έκκλησή του για αυτοσυνειδησία και τον εγκωμιασμό του για τον ανατολίτικο μυστικισμό, ο Έρμαν Έσσε, όπως είναι γνωστός στη χώρα μας, έγινε μετά το θάνατό του αντικείμενο λατρείας ανάμεσα στη νεολαία του αγγλόφωνου κόσμου και μέσω αυτής και στον υπόλοιπο κόσμο.

Τα πρώτα χρόνια του Έρμαν Έσσε

Ο Έρμαν Έσσε γεννήθηκε στις 2 Ιουλίου 1877 στην πόλη Καλβ του Βασιλείου της Βιρτεμβέργης, τμήματος τότε της Γερμανικής Αυτοκρατορίας. Ήταν το δεύτερο παιδί του ιεραποστόλου Γιοχάνες Έσσε και της Μαρί Γκούντερτ. Η πατρική του οικογένεια ήταν γερμανοβαλτικής καταγωγής, ενώ η μητρική του σουηβοελβετικής. Ο πατέρας του, ύστερα από σύντομη ιεραποστολική περιοδεία στις Ινδίες, προσελήφθη ως βοηθός του πεθερού του Έρμαν Γκούντερτ, ονομαστού ινδολόγου και ιεραποστόλου, στην Εκδοτική Ένωση του Καλβ.

Με προτροπή του πατέρα του ο νεαρός Έρμαν γράφτηκε το 1891 στο Θεολογικό Σεμινάριο της μονής Μάουλμπρον, αλλά δεν κατόρθωσε να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες, παρότι ήταν άριστος μαθητής. Στους επτά μήνες δραπέτευσε από το μοναστήρι και ύστερα από μία απόπειρα αυτοκτονίας κλείστηκε σε νευρολογική κλινική.

Μετά την αποθεραπεία του έπιασε δουλειά ως μαθητευόμενος τεχνίτης σ’ ένα ωρολογοποιείο της γενέτειράς του και αργότερα σ’ ένα βιβλιοπωλείο του Τίμπινγκεν. Η απέχθειά του προς τους περιορισμούς της συμβατικής σχολικής εκπαίδευσης εκφράζεται στο έργο του «Κάτω από τον Τροχό» («Unterm Rad», 1906), στο οποίο ένας υπερβολικά επιμελής σπουδαστής οδηγείται στην αυτοκαταστροφή.

Το πρώτο του μυθιστόρημα και το ταξίδι στην Ινδία που «γέννησε» το λυρικό «Σιντάρτα»

Ο Έσσε συνέχισε να εργάζεται σε βιβλιοπωλεία έως το 1904, οπότε δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Πέτερ Κάμεντσιντ» («Peter Camenzind»), που έχει για ήρωά του έναν αποτυχημένο και ακόλαστο συγγραφέα.

Το 1904, που σηματοδοτεί την έναρξη της επαγγελματικής συγγραφικής του δραστηριότητας, νυμφεύτηκε τη Μαρία Μπερνούλι (γόνο της διάσημης οικογένειας των ελβετών μαθηματικών), με την οποία απέκτησε τρία αγόρια και χώρισε το 1923, ύστερα από μια σχέση με πολλά σκαμπανεβάσματα.

Μία επίσκεψή του στην Ινδία στα τέλη του 1911, αποτέλεσε το έναυσμα για το έργο του «Σιντάρτα» («Siddhartha», 1922), ένα λυρικό μυθιστόρημα βασισμένο στην πρώτη φάση της ζωής του Βούδα, που παραμένει μέχρι σήμερα ένα από τα δημοφιλέστερα βιβλία του και για πολλούς αποτελεί εισαγωγή στο έργο του.

Το επιδραστικό «Ντέμιαν» και «Ο Λύκος της Στέπας»

Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Χέρμαν Έσσε έζησε στην ουδέτερη Ελβετία, έγραψε καταγγελίες κατά του μιλιταρισμού και του εθνικισμού και εξέδωσε μία εφημερίδα για τους γερμανούς αιχμαλώτους πολέμου και άλλους κρατουμένους.

Το 1916, μια βαθιά προσωπική κρίση τον οδήγησε στο ψυχαναλυτικό κρεββάτι του δρα Γιόζεφ Λανγκ, μαθητή του Καρλ Γιουνγκ, τον οποίο γνώρισε επίσης. Η επίδραση της ψυχανάλυσης φαίνεται στο μυθιστόρημά του «Ντέμιαν» («Demian», 1919), μία έρευνα για την επίτευξη της αυτοσυνειδησίας από έναν αγχώδη έφηβο. Το μυθιστόρημα αυτό είχε μεγάλη επίδραση στην ταραγμένη Γερμανία του μεσοπολέμου κι εξασφάλισε μεγάλη φήμη στον συγγραφέα.

Από το 1919 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελβετία και παίρνοντας την ελβετική υπηκοότητα το 1923 διάλεξε για μόνιμη διαμονή του το γραφικό χωριό Μοντανιόλα, στο ιταλόφωνο καντόνι του Τιτσίνο. Μετά το διαζύγιο του με την Μπερνούλι, ξαναπαντρεύτηκε το 1924 με την τραγουδίστρια Ρουθ Βένγκερ, ένας γάμος άντεξε τρία χρόνια.

Τα επόμενα έργα του Έσσε μαρτυρούν το ενδιαφέρον του για τις αντιλήψεις του Καρλ Γιουνγκ για την εσωστρέφεια και την εξωστρέφεια, το συλλογικό υποσυνείδητο, τον ιδεαλισμό και τα σύμβολα. Ο δυαδισμός της ανθρώπινης φύσης τον απασχόλησε σε όλη την υπόλοιπη σταδιοδρομία του.

Το μυθιστόρημά του «Ο Λύκος της Στέπας» («Der Steppenwolf», 1927) περιγράφει τη σύγκρουση ανάμεσα στην αστική αποδοχή και την πνευματική αυτοσυνειδησία. Από τον τίτλο αυτού του βιβλίου πήρε το όνομά του το γνωστό αμερικανικό συγκρότημα της ροκ μουσικής Steppenwolf.

Τα τελευταία έργα και η προσωπική ζωή του

Στο «Νάρκισσος και Χρυσόστομος» («Nargiss und Goldmund», 1930) ένας ασκητής διανοούμενος ευχαριστημένος με την καθιερωμένη πίστη, έρχεται σε αντίθεση με έναν καλλιτέχνη γεμάτο αισθησιασμό που ακολουθεί ένα δικό του δρόμο σωτηρίας.

Στο τελευταίο και εκτενέστερο μυθιστόρημά του «Το παιχνίδι με τις χάντρες» («Glasperlenspiel», 1943) ο Έσσε εξερευνά και πάλι τον δυαδισμό της στοχαστικής και της ενεργού ζωής, αυτή τη φορά μέσα από τη μορφή ενός εξαιρετικά προικισμένου στοχαστή.

Το 1931 παντρεύτηκε σε τρίτο γάμο την ιστορικό τέχνης Νίνον Ντόλμπιν και τον επόμενο χρόνο εξέδωσε τη νουβέλα «Ταξίδι στην Ανατολή» («Die Morgenlandfahrt»), ένα από τα πρώτα βιβλία που κίνησαν το ενδιαφέρον της Δύσης για την ανατολική φιλοσοφία.

Το Νόμπελ Λογοτεχνίας

Στις 10 Δεκεμβρίου 1946, ο Έρμαν Έσσε τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας «για τα εμπνευσμένα γραπτά του, τα οποία, ενώ αναπτύσσονται με τόλμη και διεισδυτικότητα, αποτελούν παράδειγμα των κλασικών ανθρωπιστικών ιδεών και των υψηλών ιδιοτήτων του ύφους».

Ο Έρμαν Έσσε πέθανε στις 9 Αυγούστου 1962 στη Μοντανιόλα της Ελβετίας, σε ηλικία 85 ετών.


Μεταφορά στην κινηματογραφική οθόνη του γνωστού μυθιστορήματος του Έρμαν Έσσε "Σιντάρτα", το οποίο αναφέρεται στην ζωή ενός πνευματικού αναζητητή που έζησε την εποχή του Βούδα στην Ινδία.

➤ Hermann Hesse - Ο λύκος της Στέπας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου