Vito Acconci - Αυτό που πραγματικά θέλω είναι η επανάσταση

Αυτα ειναι τα λογια του σπουδαίου Vito Acconci (1940 - 2017) σε μια συνέντευξη του στην διαδικτυακή τηλεόραση του San Francisco Museum of Modern Art.


Η μοναξιά και η απώλεια στα έργα του Mark Morrisroe

Περπατώντας άγρια στις αίθουσες του Σχολείου Τέχνης με τα σκισμένα μπλουζάκια του, αποκαλώντας τον εαυτό του Mark Dirt, ήταν ο πρώτος πανκ...


Jacques Henri Lartigue Φωτογραφιζοντας την ευτυχια

Στην Ευρώπη κανένας κριτικός δεν θα τολμούσε να αποδώσει καλλιτεχνική εγκυρότητα σε έννοιες όπως «ελαφρότητα» και «ευτυχία»...


Η συλλογή Bennett
The Bennett Collection of Women Realists

Οι Elaine και Steven Bennett είναι αφοσιωμένο στην προώθηση της καριέρας των γυναικών καλλιτεχνών, αφού «οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται...».


Πάλη των τάξεων και επανάσταση

Μεγάλη συζήτηση έχει προκαλέσει το ερώτημα για το αν η θεώρηση του ιστορικού υλισμού - διαβαστε εδω -, μεταξύ άλλων, είναι ντετερμινιστική ή, για την ακρίβεια, για το αν είναι απολύτως ντετερμινιστική.

Με άλλα λόγια, θεωρούσαν οι Μαρξ και Ένγκελς ότι η κίνηση των οικονομικών και των τεχνολογικών δυνάμεων είναι προκαθορισμένη, νομοτελειακή και αναπόφευκτη; Και δύναται να προδιαγραφεί κατ’ αντικειμενικό τρόπο το μέλλον, και μάλιστα το τέλος της; Τότε, ποιος ακριβώς μπορεί να είναι ο ρόλος των ατομικών και των συλλογικών υποκειμένων; Έχουν δυνατότητα ελεύθερης δράσης ή είναι ενεργούμενα της ιστορικής εξέλιξης, που έχει τη δική της αυτοτέλεια;

Για τους Μαρξ και Ένγκελς η σχέση που διέπει αστούς και προλετάριους είναι μια σχέση εκμετάλλευσης και αδικίας, εφόσον η αστική τάξη ιδιοποιείται τον κοινωνικό πλούτο που παράγεται από τους προλετάριους. Αυτή η σχέση έχει αντικειμενικό χαρακτήρα και δεν σχετίζεται με τους αστούς ως ηθικά πρόσωπα. Από αρκετές απόψεις μπορεί να θεωρηθεί ως παραδειγματική για τη σχέση που διέπει τις κοινωνικές τάξεις σε κάθε κοινωνικό σχηματισμό.

Δηλαδή, γενικεύοντας, οι Μαρξ και Ένγκελς ισχυρίζονται ότι, όπως και στην περίπτωση του καπιταλισμού που προαναφέραμε, έτσι και στα άλλα στάδια εξέλιξης της ιστορίας (εκτός από τις πρωτόγονες κοινότητες) υπάρχουν η άρχουσα τάξη και η αρχόμενη/κυριαρχούμενη ή/και κυριαρχούμενες τάξεις, με κριτήριο πάντα τη θέση τους στην παραγωγική διαδικασία. Αυτή είναι μια σχέση υποτέλειας για τους κυριαρχούμενους. Είναι, επιπλέον, μια σχέση η οποία δεν μπορεί να μεταβληθεί με οποιαδήποτε μορφή συνεννόησης, συμβιβασμού και ειρηνικών διεκδικήσεων, για τον απλούστατο λόγο ότι οι άνθρωποι είναι προσδεδεμένοι στα υλικά συμφέροντά τους και δεν πρόκειται να τα απαρνηθούν, ακόμη και αν πειστούν ότι αδικούν τους συνανθρώπους τους.

Αυτό σημαίνει ότι η σχέση μεταξύ των τάξεων είναι ανεξάλειπτα αντιθετική και συγκρουσιακή.

Αν όμως είναι έτσι, πώς και δεν έχουμε ως κανόνα στην ανθρώπινη ιστορία εξεγερτικά φαινόμενα
από την πλευρά των κυριαρχούμενων; Για τους Μαρξ και Ένγκελς αυτό συμβαίνει επειδή οι κυρίαρχες τάξεις επιτυγχάνουν να θεμελιώσουν, να νομιμοποιήσουν και να αναπαραγάγουν την κυριαρχία τους,
κατορθώνοντας να την επιβάλουν σε όλα τα επίπεδα, και όχι μόνο σε αυτό της παραγωγής. Εν προκειμένω, η διάκριση μεταξύ «βάσης» και «εποικοδομήματος» εξηγεί αυτό το φαινόμενο. Ως βάση νοούνται οι σχέσεις παραγωγής, οι οποίες εδραιώνουν ‒όπως κατ’ αναλογία συμβαίνει με τα θεμέλια ενός οικοδομήματος‒ όλο το εποικοδόμημα, δηλαδή τους θεσμούς του δικαίου, το κράτος και την πολιτική εξουσία, τα προϊόντα του πνεύματος και της κουλτούρας, τις ιδέες. Αυτή η σχέση νοείται κατ’ ουσίαν ως μονοσήμαντη, μολονότι υπάρχουν διαφοροποιήσεις μεταξύ των γραπτών των Μαρξ και Ένγκελς.

Η γενική ιδέα, πάντως, είναι ότι το σύνολο του εποικοδομήματος χαρακτηρίζεται ως κάτι δευτερογενές σε σχέση με τη βάση, η οποία το διαμορφώνει καθοριστικά. Είναι αυτός ο λόγος για τον οποίο οι Μαρξ και Ένγκελς δεν θέτουν στο επίκεντρο της κριτικής τους πολιτικούς θεσμούς της αστικής κοινωνίας. 

Είναι χαρακτηριστικός, εν προκειμένω, ο αφορισμός στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο ότι το κράτος δεν
είναι παρά μια επιτροπή διαχείρισης των συμφερόντων της αστικής τάξης (Marx & Engels, 1963, σ. 56). Δηλαδή, παρά το γεγονός ότι εμφανίζεται ως ουδέτερο και προσανατολισμένο στο γενικό κοινωνικό συμφέρον, στην πραγματικότητα το κράτος με όλους τους θεσμούς και τους μηχανισμούς του λειτουργεί άκρως μεροληπτικά. Αυτό συμβαίνει είτε με την κινητοποίηση κατασταλτικών μηχανισμών, όπως είναι η αστυνομία και ο στρατός, προκειμένου το κράτος να εγγυηθεί τη διατήρηση της ταξικής δομής, είτε στο πλαίσιο της καθημερινής διοίκησης, είτε στη νομοθεσία, με την οποία, φέρ’ ειπείν, προστατεύεται και διασφαλίζεται ο θεσμός της ατομικής ιδιοκτησίας κ.ο.κ.

Αυτή είναι γνωστή και ως «εργαλειακή θέση» περί κράτους στον μαρξισμό, ακριβώς επειδή ανάγει το κράτος σε ένα μέσο, χωρίς δική του υπόσταση. Μια κάπως διαφοροποιημένη θέση είναι εκείνη που αναγνωρίζει στο καπιταλιστικό κράτος μια σχετική αυτονομία, υπό την έννοια ότι θεωρείται πως αυτό ίσταται των επιμέρους, ενίοτε ανταγωνιστικών και μεταξύ τους, συμφερόντων των καπιταλιστών, ορισμένα από τα οποία μπορεί να αντιστρατευτεί ή, ακόμη, και να θυσιάσει, προκειμένου ωστόσο να διασφαλίσει τη συνέχεια και τη μακροημέρευση του καπιταλιστικού συστήματος παραγωγής στο σύνολό του ως τέτοιου. Αυτή η θέση συλλαμβάνει το κράτος ως «ιδεατό συλλογικό καπιταλιστή» (Colin, 2011). 

Ξεχωριστή σημασία σε αυτό το πλαίσιο έχει η ιδεολογία ως «ψευδής συνείδηση».

Εν ολίγοις, αυτό που συμβαίνει είναι ότι κάθε άρχουσα τάξη επιβάλλει, μέσω των δομών του εποικοδομήματος, ως κυρίαρχες και τις ιδέες της, έτσι ώστε αυτές να φαντάζουν φυσικές και αυτονόητες, εν τέλει ως αληθείς –αντί απλώς ως προσίδιες στον συγκεκριμένο κοινωνικό σχηματισμό, κατά τον τρόπο που εξυπηρετεί τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης. Αυτό έχει ως συνέπεια οι κυριαρχούμενες τάξεις σε μεγάλο βαθμό να υιοθετούν και να εσωτερικεύουν αυτές τις ιδέες ως τμήμα της αντικειμενικής πραγματικότητας, και κατά προέκταση να συμμορφώνονται πειθήνια στις προσταγές τους, αποδεχόμενες τους όρους συγκρότησης των κοινωνικών σχέσεων ως αδιαμφισβήτητους.

Μάλιστα, εν προκειμένω, θεωρείται πως η Εκκλησία και τα ιερατεία, καλλιεργώντας την ιδέα περί Θεού και μέσω της θρησκευτικής διδασκαλίας, κατ’ ουσίαν καλούν τους ανθρώπους να συμμορφωθούν στις επιταγές της κοσμικής εξουσίας και ταυτόχρονα να αναζητήσουν ελπίδα και παρηγοριά για τη μιζέρια τους στη μετά θάνατον ζωή κ.ο.κ.

Σε αυτή τη θέση παραπέμπει και ο χαρακτηρισμός της θρησκευτικής πίστης ως «όπιου του λαού». Έτσι, η κοινωνική συνείδησή των κυριαρχούμενων τάξεων είναι πλανημένη και ψευδής. Για παράδειγμα, στο πλαίσιο του δουλοκτητικού συστήματος, οι δούλοι κατά κανόνα αποδέχονταν τη σκλαβιά τους, επειδή ασπάζονταν την ιδέα που διακινούσαν οι δουλοκτήτες, ότι υπάρχουν εκ φύσεως
ελεύθεροι άνθρωποι και εκ φύσεως δούλοι, όπως στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος οι προλετάριοι αποδέχονται ως φυσικό να ανταγωνίζονται μεταξύ τους για θέσεις εργασίας, αντί να συγκρούονται με τους καπιταλιστές και να προσέρχονται σε συμφωνία με τους τελευταίους, στο σύστημα της παρουσιαζόμενης ως «ελεύθερης» αγοράς, η οποία κάθε άλλο παρά τέτοια είναι στην πραγματικότητα.

Ωστόσο, οι Μαρξ και Ένγκελς ούτε απαισιόδοξη στάση κρατούν για την τελική έκβαση αυτής της
κατάστασης ούτε επιφυλάσσουν παθητικότητα και μοιρολατρία στους υποτελείς. Εκτιμούν βέβαια ότι το προλεταριάτο, λόγω της ψευδούς συνείδησης που το διακατέχει, δεν μπορεί να ενεργήσει αποφασιστικά ως συλλογικό υποκείμενο οποτεδήποτε, παρά μόνον όταν ωριμάσουν οι υλικές συνθήκες που θα επενεργήσουν και στη συνείδησή του.

Κάτι τέτοιο, προβλέπουν, θα επισυμβεί κατά βάση για λόγους που σχετίζονται με την αντικειμενική εξέλιξη του καπιταλιστικού συστήματος και την εγγενή τάση του να παράγει κρίσεις, η τελευταία από τις οποίες θα αποβεί καταστροφική και για το ίδιο. Το μείζον είναι ότι σταδιακά θα υπάρξει μια τεράστια συγκέντρωση κεφαλαίου και πλούτου στα χέρια μιας ολιγάριθμης τάξης καπιταλιστών, ενώ
ταυτόχρονα η μεγάλη πλειονότητα όχι μόνο θα προλεταριοποιηθεί, αλλά θα διαπιστώνει και συνεχή
επιδείνωση των όρων ζωής της, σε σημείο έσχατης εξαθλίωσης, η οποία θα κινητοποιήσει τελικά το
προλεταριάτο να συνειδητοποιήσει την κατάστασή του και να επαναστατήσει. Μέχρι τότε, βέβαια, όσοι από την εργατική τάξη και τους συνοδοιπόρους της έχουν ήδη συλλάβει τις αρχές του ιστορικού υλισμού, ως πόρισμα της επιστημονικής ανάλυσης των Μαρξ και Ένγκελς και ως αντικειμενικά αληθείς, έχουν καθήκον να αναλάβουν πολιτική δράση, η οποία θα προετοιμάσει και θα οργανώσει το έδαφος για τη ριζική ανατροπή του καπιταλισμού.

Επομένως, σε αυτή την πορεία αποκτά το πλήρες νόημά της και αποκορυφώνεται η πάλη των τάξεων. Δηλαδή, το προλεταριάτο, το οποίο θα έχει πλέον αντικαταστήσει την ψευδή συνείδησή του με την ταξική συνείδηση, θα επαναστατήσει ‒οι Μαρξ και Ένγκελς αφήνουν ανοιχτό θέμα τον ακριβή τρόπο με τον οποίο θα συντελεστεί αυτό, θεωρώντας πάντως το ξέσπασμα μιας γενικής απεργίας ως πιθανή αφετηρία της‒ και θα εγκαθιδρύσει τη λεγόμενη «δικτατορία του προλεταριάτου».

Πρόκειται για ένα μεταβατικό στάδιο, κατά το οποίο θα καταληφθεί και θα τεθεί υπό έλεγχο το κράτος με όλους τους θεσμούς και τους μηχανισμούς του‒προκειμένου να μην αξιοποιηθούν από τους αστούς για αντεπαναστατικές ενέργειες‒ και θα «απαλλοτριωθούν» τα μέσα παραγωγής, δηλαδή θα αποσπαστούν από αυτούς που τα κατείχαν μέχρι τότε και θα κοινωνικοποιηθούν, δηλαδή θα τεθούν υπό τον συλλογικό έλεγχο των εργαζομένων, λειτουργώντας υπέρ της κοινωνίας συνολικά, και όχι με κερδοσκοπικούς όρους.

Αυτή η περίοδος είναι αναγκαία προκειμένου ναβπροετοιμαστεί η μετάβαση στην κομμουνιστική κοινωνία, η οποία αποτελεί και τον οριστικό προορισμό. Έτσι, κατά τη δικτατορία του προλεταριάτου θα υπάρξει ο χρόνος αφενός να διαλυθούν οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, αφετέρου να ωριμάσει και να εμπεδωθεί στην εντέλειά της η σοσιαλιστική συνείδηση.

Για τους Μαρξ και Ένγκελς το ξέσπασμα της προλεταριακής επανάστασης αναπόφευκτα θα σημειωθεί πρώτα σε κάποιο από τα πιο ανεπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη, ακριβώς επειδή πρώτα εκεί θα εκπληρωθούν οι προϋποθέσεις που προαναφέραμε. Ωστόσο, καθώς ο καπιταλισμός είναι έτσι κι αλλιώς ένα παγκόσμιο σύστημα, η επανάσταση θα εξαπλωθεί και στα υπόλοιπα κράτη, και θα εξελιχθεί σε καθολικό φαινόμενο. 

Πρέπει ακόμη να αναφερθεί ότι η θεώρηση της αστικής τάξης και του καπιταλισμού εκ μέρους του μαρξισμού δεν είναι μονοσήμαντα αρνητική, υπό την έννοια ότι συνιστούν ένα στάδιο στην εξέλιξη της ιστορίας, που έχει και μια προοδευτική όψη. Και αυτό διότι διέλυσαν τον στατικό κόσμο της φεουδαρχίας και ανέπτυξαν σε πρωτοφανή βαθμό τις παραγωγικές δυνάμεις, όρο αναγκαίο για την εξάλειψη της φτώχειας και  της ανέχειας. Όμως, η πραγματοποίηση αυτής της δυνατότητας συνιστά ιστορικό ρόλο του επαναστατημένου προλεταριάτου.

Η ιδιαιτερότητα του προλεταριάτου σε σχέση με άλλες τάξεις οι οποίες κατά το παρελθόν έγιναν
κυρίαρχες είναι, λοιπόν, ότι τελικά θα ενεργήσει στο όνομα και υπέρ του συμφέροντος της ανθρωπότητας, καθώς με την κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής δεν γίνεται ο νέος κυρίαρχος στη θέση του προηγούμενου, αλλά αυτοκαταργείται, εφόσον διαλύει το ίδιο το ταξικό σύστημα και επομένως και τους όρους της δικής του ύπαρξης. Οδηγεί, λοιπόν, την ιστορία σε μια αταξική, εξισωτική συνθήκη, κατά την οποία, εφόσον η κοινωνία δεν θα διαιρείται σε κατόχους και μη των μέσων παραγωγής, δεν θα υφίστανται διαφορές και αντιπαλότητες, αλλά ένα, συλλογικό συμφέρον που θα διέπει το σύνολο της κοινωνίας.

Εξ ου και προβλέπεται ο βαθμιαίος «μαρασμός» του κράτους μετά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου, εφόσον θα εκλείπει ο λόγος ύπαρξής του· δηλαδή, εφόσον δεν θα υπάρχουν κυρίαρχοι και κυριαρχούμενοι, δεν θα υπάρχει και ανάγκη επιβολής ενός καταπιεστικού και κατασταλτικού θεσμού.

Για την κομμουνιστική κοινωνία οι Μαρξ και Ένγκελς έχουν γράψει ελάχιστα, θεωρώντας πως οι
συγκεκριμένες μορφές που αυτή θα προσλάβει δεν μπορούν να συλληφθούν προκαταβολικά, αλλά θα είναι αποτέλεσμα της αυθόρμητης δράσης των επαναστατημένων ανθρώπων που θα επιφέρουν αυτή την εξέλιξη.

Δεν θέλησαν να γράψουν «συνταγές για τις κουζίνες του μέλλοντος», κατά το γνωστό τσιτάτο τους.
Προδιαγράφουν, ωστόσο, μια συνθήκη ειρήνευσης και ελευθερίας. Με τον κοινωνικό έλεγχο των μέσων παραγωγής και τις σχέσεις ισότητας και συνεργατικότητας που θα επικρατούν, θα εξαλειφθεί η αλλοτρίωση, ενώ οι άνθρωποι όχι μόνο θα καλύπτουν πλήρως και ουσιωδώς τις βιοτικές ανάγκες τους, αλλά θα έχουν και άφθονο χρόνο για να επιδοθούν σε δημιουργικές και ψυχαγωγικές δραστηριότητες, αναπτύσσοντας τα ενδιαφέροντα, τις κλίσεις και γενικότερα το ανθρώπινο δυναμικό τους. Αυτό συνιστά και το οριστικό τέλος της ανθρώπινης ιστορίας. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου