Vito Acconci - Αυτό που πραγματικά θέλω είναι η επανάσταση

Αυτα ειναι τα λογια του σπουδαίου Vito Acconci (1940 - 2017) σε μια συνέντευξη του στην διαδικτυακή τηλεόραση του San Francisco Museum of Modern Art.


Η μοναξιά και η απώλεια στα έργα του Mark Morrisroe

Περπατώντας άγρια στις αίθουσες του Σχολείου Τέχνης με τα σκισμένα μπλουζάκια του, αποκαλώντας τον εαυτό του Mark Dirt, ήταν ο πρώτος πανκ...


Jacques Henri Lartigue Φωτογραφιζοντας την ευτυχια

Στην Ευρώπη κανένας κριτικός δεν θα τολμούσε να αποδώσει καλλιτεχνική εγκυρότητα σε έννοιες όπως «ελαφρότητα» και «ευτυχία»...


Η συλλογή Bennett
The Bennett Collection of Women Realists

Οι Elaine και Steven Bennett είναι αφοσιωμένο στην προώθηση της καριέρας των γυναικών καλλιτεχνών, αφού «οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται...».


Jean Paul Sartre - Η Ναυτία


O Jean – Paul Sartre γεννήθηκε στο Παρίσι το 1905 και ήταν φιλόσοφος, λογοτέχνης και κριτικός. Σπούδασε στην Ecole Normale Superieure και πήρε το πτυχίο του το 1929. Έφερε στο προσκήνιο το κίνημα του Υπαρξισμού μέσα από τα φιλοσοφικά του έργα, αναπτύσσοντας τις ιδέες του παράλληλα και μέσα από λογοτεχνικά και θεατρικά κείμενα. Από τα πιο γνωστά φιλοσοφικά του βιβλία είναι το «Είναι και το Μηδέν» και η «Κριτική του διαλεκτικού λόγου» και από τα πιο δημοφιλή λογοτεχνικά και θεατρικά του έργα είναι η «Ναυτία», ο «Τοίχος», «Τα βρώμικα χέρια». Το 1964 κέρδισε το βραβείο Νόμπελ, το οποίο ωστόσο αρνήθηκε να παραλάβει. Πέθανε στο Παρίσι στις 15 Απριλίου του 1980.

Η «Ναυτία» είναι, ίσως, το βασικότερο λογοτεχνικό έργο του Jean – Paul Sartre, του γνωστού υπαρξιστή φιλοσόφου. Ο υπαρξισμός του Sartre -όπου η ύπαρξη προηγείται της ουσίας και ο άνθρωπος «είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος»- διαφαίνεται στο παρόν έργο. Πρόκειται για ένα εγχείρημα που διαπνέεται από φιλοσοφικές ανησυχίες και σκέψεις, καθώς μέσα από την ενδελεχή περιγραφή εικόνων, εκφράζεται ξεκάθαρα το θέμα της «αγωνίας της ύπαρξης».

Βασικό πρόσωπο του βιβλίου είναι ο Αντουάν Ροκαντέν, ένας ιστορικός που μετά από χρόνια που πέρασε ταξιδεύοντας, αποφασίζει να μείνει στη Μπουβίλ (φανταστική πόλη στη Νορμανδία) με σκοπό να γράψει τη βιογραφία του μαρκήσιου ντε Ρολμπόν (χαρακτήρας επινοημένος από τον Sartre). Εκεί, απασχολείται στη δημοτική βιβλιοθήκη της περιοχής αναζητώντας πληροφορίες και στοιχεία για τη συγγραφή του έργου του. Ο μαρκήσιος ντε Ρολμπόν λειτουργεί ως υποκατάστατο της δικής του ύπαρξης. Ωστόσο, καθώς ζει και εργάζεται, αρχίζει να βιώνει μια υπαρξιακή πτώση γεμάτη κρίσεις, περίεργα συναισθήματα και δυσφορία, που όλα συγκλίνουν σε αυτό που ονομάζει ναυτία. Προχωρώντας το βιβλίο του ο Ροκονατέν, συνειδητοποιεί πως ο ντε Ρολμπόν δεν τον γοητεύει πια σα χαρακτήρας και ότι η συγγραφή του είναι ένα μάταιο έργο. Έτσι, παραιτείται από το εγχείρημα. Αυτό που απομένει, είναι το ημερολόγιο που κρατούσε, και συνεχίζει να κρατά, όλο αυτό το διάστημα. Μια τακτική ημερολογιακή καταγραφή των εμπειριών και της γνώμης τους για ό,τι παρατηρεί γύρω του.

Διαβάζοντας το ημερολόγιο, βλέπουμε τον Ροκαντέν άλλοτε απλώς να παρατηρεί, άλλοτε να περιγράφει κι άλλοτε να παραληρεί. Ο έξω κόσμος, απομυθοποιημένος και απογυμνωμένος από κατ' επίφαση ωραιοποιημένα νοήματα, είναι το «πεδίο εργασίας» στο οποίο γίνεται φανερός ο παραλογισμός των ανθρώπων. Η ναυτία επανέρχεται ξανά και ξανά και τον κυριεύει. Κατά την εμπειρία της ναυτίας, τα πράγματα γίνονται ανοίκεια, τον απωθούν και το νόημα αιωρείται. Καθ' όλη τη διάρκεια του βιβλίου, ανακύπτουν μεταφυσικές ανησυχίες σχετικά με τον χρόνο, την ύπαρξη, την αυτογνωσία και τη σχέση με τους άλλους και τα πράγματα. O Ροκαντέν προσπαθεί να καταλάβει τον κόσμο και τον εαυτό του. Ψάχνει το νόημα στα πράγματα και στη ζωή του. Στο τέλος του βιβλίου, και υπό τον ήχο ενός τζαζ κομματιού, συνειδητοποιεί πως μόνο η δημιουργία ταυτίζεται με την ύπαρξη. Έτσι, αποφασίζει να ξεκινήσει τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος.

Η «Ναυτία» του Sartre, το βιβλίο που είναι αφιερωμένο στη Simone de Beauvoir, πραγματεύεται το ζήτημα της ύπαρξης, την έννοια της ηθικότητας καθώς και της διανοητικής και πνευματικής ελευθερίας. Είναι ένα βιβλίο, που με κάθε ανάγνωση δίνει στον αναγνώστη νέα στοιχεία προς σκέψη και διερώτηση. Χωρίς να ακολουθεί μια συμβατική πλοκή λογοτεχνικής ιστορίας, το παρόν έργο διατηρεί το λογοτεχνικό ύφος και την αριστοτεχνικά δοσμένη γλώσσα ενός μονολόγου, συνδυάζοντας τα με τις φιλοσοφικές ανησυχίες του συγγραφέα του.


          «Σε λίγο θα έρθει το ρεφρέν: αυτό μου αρέσει κυρίως και ο απότομος τρόπος που ξεπροβάλλει, σαν απόκρημνος βράχος δίπλα στη θάλασσα. Για την ώρα ακούγεται η τζαζ. Δεν υπάρχει μελωδία, μόνο νότες, μια μυριάδα μικρών δονήσεων. Δε γνωρίζουν παύση, μια άκαμπτη τάξη τις γεννά και τις καταστρέφει δίχως να τους αφήνει ποτέ την ελευθερία να ξαναρχίσουν, να υπάρχουν για κείνες τις ίδιες. Τρέχουν, βιάζονται, περνώντας μου δίνουν ένα απότομο χτύπημα και εξαφανίζονται. Πολύ θα ήθελα να τις συγκρατήσω, όμως ξέρω ότι αν κατάφερνα να γραπώσω κάποια, ανάμεσα στα δάχτυλά μου θα απέμενε μονάχα ένας παιγνιώδης και ξέπνοος ήχος. Πρέπει να αποδεχτώ το θάνατό τους· αυτόν το θάνατο οφείλω ακόμη και να τον θελήσω: εντύπωση πιο πικρή και πιο δυνατή σπάνια έχω γνωρίσει.

         Αρχίζω να προθερμαίνομαι, να αισθάνομαι ευτυχισμένος. Δεν είναι ακόμη κάτι εξαιρετικό, είναι μια μικρή ευτυχία της Ναυτίας: εκτείνεται στο βάθος της γλοιώδους λακκούβας, στο βάθος του χρόνου μας… Υπάρχει και μια άλλη ευτυχία· απ’ έξω υπάρχει αυτή η ατσάλινη λωρίδα, η σύντομη διάρκεια της μουσικής που διασχίζει το χρόνο μας, απ’ άκρη σ’ άκρη, τον αρνείται και τον ξεσκίζει με αυτές τις ξηρές μικρές ακίδες της· υπάρχει και ένας άλλος χρόνος… Η μουσική τρυπά αυτά τα ακαθόριστα σχήματα και τα διαπερνά.

        Μερικά δευτερόλεπτα ακόμη και η Νέγρα θα τραγουδήσει. Φαίνεται αναπόφευκτο, τόσο έντονη είναι η αναγκαιότητα αυτής της μουσικής: τίποτα δεν μπορεί να την διακόψει, τίποτα που να προέρχεται από αυτόν το χρόνο όπου ο κόσμος έχει καταρρεύσει· θα σταματήσει μόνη της, τη στιγμή που θα πρέπει. Γι’ αυτό μου αρέσει αυτή η ωραία φωνή, όχι τόσο για την έντασή της, ούτε για τη θλίψη της, αλλά γιατί είναι το γεγονός που τόσες νότες έχουν προετοιμάσει, από τόσο μακριά, πεθαίνοντας για να γεννηθεί εκείνη… Πόσο παράξενη, πόσο συγκινητική είναι αυτή η εύθραυστη διάρκεια. Τίποτα δεν μπορεί να τη διακόψει και τα πάντα μπορούν να τη συντρίψουν. Το τελευταίο ακόρντο εξανεμίστηκε. Στη σύντομη σιωπή που ακολουθεί, αισθάνομαι έντονα ότι αυτό ήταν, ότι συνέβει κάτι. Σιωπή.

Some of these days
You’ll miss me honey!

       Μόλις εξαφανίστηκε η Ναυτία, αυτό συνέβη. Όταν υψώθηκε η φωνή στη σιωπή αισθάνθηκα το σώμα μου να σκληραίνει και τη Nαυτία  να χάνεται…Την ίδια στιγμή η διάρκεια της μουσικής διαστελλόταν, φούσκωνε σαν ανεμοστρόβιλος. Γέμισε την αίθουσα  με τη μεταλλική της διαφάνεια, συνθλίβοντας στους τοίχους τον άθλιο χρόνο μας. Βρίσκομαι μέσα στη μουσική».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου