Vito Acconci - Αυτό που πραγματικά θέλω είναι η επανάσταση

Αυτα ειναι τα λογια του σπουδαίου Vito Acconci (1940 - 2017) σε μια συνέντευξη του στην διαδικτυακή τηλεόραση του San Francisco Museum of Modern Art.


Η μοναξιά και η απώλεια στα έργα του Mark Morrisroe

Περπατώντας άγρια στις αίθουσες του Σχολείου Τέχνης με τα σκισμένα μπλουζάκια του, αποκαλώντας τον εαυτό του Mark Dirt, ήταν ο πρώτος πανκ...


Jacques Henri Lartigue Φωτογραφιζοντας την ευτυχια

Στην Ευρώπη κανένας κριτικός δεν θα τολμούσε να αποδώσει καλλιτεχνική εγκυρότητα σε έννοιες όπως «ελαφρότητα» και «ευτυχία»...


Η συλλογή Bennett
The Bennett Collection of Women Realists

Οι Elaine και Steven Bennett είναι αφοσιωμένο στην προώθηση της καριέρας των γυναικών καλλιτεχνών, αφού «οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται...».


Jack Kerouac - On the Road

Οι μόνοι άνθρωποι που υπάρχουν για μένα είναι οι τρελοί, αυτοί που τρελαίνονται να ζήσουν, τρελαίνονται να μιλήσουν, τρελαίνονται να σωθούν, που ποθούν τα πάντα ταυτόχρονα, αυτοί που ποτέ δε χασμουριούνται ή λένε έστω και μία κοινοτοπία, αλλά που καίγονται σαν τα μυθικά κίτρινα ρωμαϊκά κεριά, που σκάνε σαν πυροτεχνήματα ανάμεσα στα αστέρια κι από μέσα τους ξεπηδά το μπλε φως της καρδιάς τους, κι όσοι τους βλέπουν κάνουν: Αααα!!!! με θαυμασμό».

Αυτό γράφει ο Τζάκ Κέρουακ στην εισαγωγή του «Στο δρόμο», του γνωστότερου από τα έργα του, το οποίο γράφτηκε σε τρεις μόνο εβδομάδες, χωρίς κόμματα και χωρίς παραγράφους.


Θεωρείται ένα από τα πλέον αντιπροσωπευτικά και σημαντικά έργα του μεταπολεμικού λογοτεχνικού κινήματος της γενιάς των μπητ, που συνδέθηκε με την αντικουλτούρα της δεκαετίας του 1960. Πραγματεύεται τις εμπειρίες του Κέρουακ κατά τη διάρκεια της περιπλάνησής του στην Αμερική.



Πέρα από ένα απλό λογοτεχνικό κίνημα, η Γενιά Μπιτ ήταν μια επανάσταση. Στη δεκαετία του 1940 και του 1950, ο Τζακ Κέρουακ δυσκολευόταν να βρει τη θέση του στον κόσμο. Μισούσε όλες τις παραδοσιακές αξίες, το κοινωνικό καθωσπρεπισμό και την καταναλωτική κοινωνία στην οποία ζούσε.

Ήταν αυτό το περιβάλλον μέσα στο οποίο ίδρυσε την Γενιά Μπιτ μαζί με τους φίλους του Άλλεν Γκίνσμπεργκ και Γουίλιαμ Μπάροουζ. Σε μια συζήτησή του με τον συγγραφέα Τζον Κλέλον Χολμς, ο Κέρουακ περιέγραψε τους φίλους του, αλλά και γενικά την γενιά του ως μία ψυχικά κουρασμένη γενιά με την ζωή και τον κόσμο, έχοντας ένα αίσθημα «ήττας» (beatness), εισάγοντας ουσιαστικά για πρώτη φορά τον όρο «Beat Generation».

Σύμφωνα με συνέντευξη του ίδιου στο περιοδικό Evergreen Review, ο όρος προέκυψε όταν ένα βράδυ, κάθως έπιναν και απήγγειλαν ποίηση ο ίδιος φώναξε “Πόσο μπιτ μοιάζουμε;”. Στη λέξη μπιτ δόθηκε τριπλή σημασία: αυτή του ηττημένου/περιθωριοποιημένου, η έκσταση και η μαγείας της μυστικιστικής προέλευσης, ενώ η τρίτη δήλωνε το ρυθμό της τζαζ.

Το εν λόγω κίνημα χαρακτηρίζεται από περιεκτική, αιχμηρή, γρήγορη και ρυθμική γραφή, ενώ συχνά επιλέγει περιθωριακά θέματα. Με αυτή τη νέα ομάδα, ο Κέρουακ έψαχνε για το νόημα της ζωής πειραματιζόμενος με ψυχοτρόπες ουσίες, ενώ παράλληλα ήρθε σε επαφή με τον βουδισμό. Η Μπιτ γενιά θεωρείται πως δεν έδωσε απλά ένα νέο ύφος στην αμερικανική λογοτεχνία αλλά προκάλεσε μια γενικότερη εξέγερση ενάντια στις κοινωνικές συμβάσεις της συντηρητικής κοινωνίας της δεκαετίας του ’50.

Την εποχή εκείνη κυριαρχεί στην κοινωνική ζωή η έννοια του αμερικανικού ονείρου. Η απόκτηση υλικών αγαθών έχει αναχθεί σε απόλυτο ιδανικό ενώ παράλληλα το ψυχροπολεμικό κλίμα ευνοεί την καταδίκη κάθε μη συμβατικής συμπεριφοράς. Οι μπίτνικς έδρασαν μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα και αντέδρασαν, επιδερμικά, μέσω της λογοτεχνίας ή της ποίησης ενάντια στον κονφορμισμό και την αλλοτρίωση της αμερικανικής κοινωνίας. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η γενιά των Μπιτ ενέπνευσε αναμφισβήτητα το κίνημα των χίπηδων της δεκαετίας του 1970, καθώς και τις επαναστάσεις του Μάη του 1968.

Ο Ζαν - Λουί Λεμπρί ντε Κερουάκ γεννήθηκε στις 12 Μαρτίου 1922 στο Λόουελ της Μασαχουσέτης, όπου διαβιούσε μια πολυάριθμη κοινότητα γαλλοκαναδών. Ο πατέρας του ήταν τυπογράφος και η μητέρα του εργαζόταν σε ένα εργοστάσιο υποδημάτων. Το πρωί πήγαινε σε γαλλικό σχολείο και το απόγευμα μάθαινε τα Αγγλικά ως δεύτερη γλώσσα.

To 1940 έγινε δεκτός στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης ως αθλητικό ταλέντο. Η καριέρα του στο αμερικανικό ποδόσφαιρο τερματίστηκε άδοξα εξαιτίας ενός σοβαρού τραυματισμού στο πόδι, αλλά ξεχώρισε για τις επιδόσεις του στην αγγλική λογοτεχνία λαμβάνοντας υψηλούς βαθμούς. Εκεί γνώρισε τον Άλεν Γκίνσμπεργκ και τον Γουίλιαμ Μπάροουζ, το «Τρίο Στούτζες των Μπητ» , όπως αποκλήθηκαν αργότερα.

Το 1942, διέκοψε οριστικά τις σπουδές του και τον επόμενο χρόνο κλήθηκε να υπηρετήσει την θητεία στο Ναυτικό, κατά την διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Ύστερα από έξι μήνες απαλλάχτηκε λόγω ψυχολογικών προβλημάτων και υπηρέτησε για λίγο στο αμερικάνικο εμπορικό ναυτικό.

Παντρεύτηκε την Έντι Πάρκερ το 1944, λίγο μετά την φυλάκιση του Λουσιέν Καρ για τη δολοφονία του κοινού φίλου τους Ντέιβιντ Κάμερερ. Ο Κέρουακ είχε συλληφθεί ως ύποπτος για συνενοχή στην πράξη και η οικογένεια της Πάρκερ προσφέρθηκε να πληρώσει την εγγύησή του -κάτι που είχε αρνηθεί να κάνει ο πατέρας του- με το όρο να παντρευτεί την κόρη τους. Ο γάμος του κράτησε μόλις μερικούς μήνες, χώρισε το 1945 και τον ίδιο χρόνο συνέπεσε ο θάνατος του πατέρα του.

Έκτοτε διέσχιζε τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Μεξικό κάνοντας διάφορα επαγγέλματα, όπως τον υπάλληλο στους σιδηροδρόμους και τον δασοφύλακα, μέχρις ότου δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα «Η μικρή και η μεγάλη πόλη («The Town and the City», 1950), όπου υπάρχουν αναφορές για την οικονομική κατάρρευση της οικογένειάς του από μια πλημμύρα που κατέστρεψε την μικρή τυπογραφική επιχείρηση του πατέρα του.

Το 1950 παντρεύτηκε τη δεύτερη σύζυγό του, Τζόαν Χάβερτι. Το 1952 -ενώ το ζεύγος είχε ήδη χωρίσει- γεννήθηκε η κόρη τους Ζαν (Janet Michelle "Jan" Kerouac Kerouac), την οποία ο Κέρουακ αναγκάστηκε να αναγνωρίσει έπειτα από εννιά χρόνια.

Τον Απρίλιο του 1951, σε τρεις εβδομάδες, ο Τζακ Κέρουακ έγραψε την πρώτη εκδοχή του Στο δρόμο - δακτυλογραφημένη με μονό διάστημα, χωρίς παραγράφους, σε οκτώ φύλλα λεπτού χαρτιού ιχνογραφίας, τα οποία στη συνέχεια κόλλησε μεταξύ τους ώστε να σχηματίσουν ένα ρολό. Το "ρολό" αποτελεί τη "χωρίς περικοπές" εκδοχή του αριστουργήματος του Κέρουακ -ακατέργαστο, άγριο και απροκάλυπτα σεξουαλικό, σε σχέση με την ξαναδουλεμένη εκδοχή που εκδόθηκε το 1957. Το αρχικό χειρόγραφο είναι το πιο χαρακτηριστικό επίτευγμα του Κέρουακ- και ένα από τα σημαντικότερα, γνωστότερα και πιο προκλητικά τεκμήρια στην ιστορία της αμερικανικής λογοτεχνίας. 

Από αυτό το μυθιστόρημα και από τη ζωή του Κέρουακ η Beat Generation άντλησε τα πιο χτυπητά χαρακτηριστικά της, τις εξάρσεις, τις ελπίδες, τις απελπισίες της. Το βιβλίο αποτελεί την πρώτη ηχηρή πρόκληση απέναντι στο μεταπολεμικό αμερικανικό όνειρο και έτσι καταλήγει να ενσαρκώνει συμβολικά κάθε μορφή άρνησης, αντίστασης και αποστασιοποίησης απέναντι στον καθωσπρεπισμό της αστικής τάξης, στις κατεστημένες εξουσίες και αξίες.

Το ταξίδι προς τον νότο του Σαλ και του Ντην (δηλαδή του συγγραφέα και του φίλου του Νηλ Κάσαντι), στους ατέλειωτους δρόμους του Τέξας και του Μεξικού, είναι στην πραγματικότητα ένα ταξίδι προς το πουθενά. Το σημαντικό σε αυτό το ταξίδι δεν είναι να φτάσει κανείς αλλά να προχωρεί αδιάκοπα, με την ελπίδα -που γνωρίζει ωστόσο ότι είναι μάταιη- ότι θα εξορκίσει το άγχος και την ασχήμια της ζωής. Είναι ένα ταξίδι φυγής προς τον επικίνδυνο κόσμο του οινοπνεύματος και των ναρκωτικών.

Μέσα σε αυτή τη συνεχή μετακίνηση ξετυλίγεται ένα φάσμα από γραφικούς τύπους, μεταβαλλόμενα τοπία, δράματα και εξέλιξη των ηρώων. Ο Ντην, μεγάλος γυναικάς, στη διάρκεια του ταξιδιού θα αποκτήσει τρεις συζύγους και τέσσερα παιδιά. Ο ευαίσθητος Σαλ, αδύναμος και μελαγχολικός στην αρχή, ανακαλύπτει τη χαρά και την αυτοπεποίθηση και τελικά βρίσκει τον έρωτα.

Σύμφωνα με ένα διαδεδόμενο θρύλο, ο Κέρουακ παρουσίασε το τεράστιο δαχτυλογραφημένο ρολό στον εκδότη Ρόμπερτ Ζιρού, με τον οποίο είχε συνεργαστεί για την έκδοση του The Town and the City. Η ψυχρή αντιμετώπιση του Ζιρού και η δυσαρέσκειά του σχετικά με την μορφή του κειμένου που καθιστούσε δύσκολη τη διόρθωσή του απογοήτευσαν τον Κέρουακ, ο οποίος εξαγριωμένος επέμενε στην άποψη πως δεν θα άλλαζε ούτε μια λέξη από όσα έγραψε. Στην πραγματικότητα θεωρείται πιθανότερο πως μετά την ολοκλήρωση της πρώτης εκδοχής του βιβλίου, ο Κέρουακ πήρε το χρόνο να το καθαρογράψει πριν το παρουσιάσει στον Ζιρού, χρησιμοποιώντας μάλιστα τότε, για πρώτη φορά, φανταστικά ονόματα για τους χαρακτήρες του. Ο ίδιος ο Κέρουακ περιέγραψε σε συνέντευξή του το αρχικό δαχτυλογραφημένο ρολό ως ένα ενιαίο πυκνογραμμένο κείμενο, χωρίς σημεία στίξης και παραγράφους. Στην πραγματικότητα, παρά την απουσία παραγράφων, διαθέτει κανονικά σημεία στίξης και η πρόζα του είναι γενικά καθαρή και γραμματικά σωστή.

Μετά την απόρριψη του βιβλίου από τον εκδοτικό οίκο Harcourt, Brave του Ζιρού, ο Κέρουακ συνέχισε να το επεξεργάζεται και χρειάστηκε ουσιαστικά δύο χρόνια μέχρι να οριστικοποιήσει τη φόρμα και τη γλώσσα του.. Το καλοκαίρι του 1951, με παρότρυνση του στενού του φίλου και συγγραφέα Τζον Κλέλον Χολμς, ήρθε σε επαφή με την ατζέντη Ρέι Έβεριτ, η οποία προσπάθησε να μεσολαβήσει για την έκδοση του βιβλίου. Το Δεκέμβριο του 1951 κατάφερε να εξασφαλίσει ένα συμβόλαιο με τις εκδόσεις Ace Books που προέβλεπε χίλια δολάρια προκαταβολή εφόσον εκείνος πραγματοποιούσε ορισμένες αναθεωρήσεις. Ως γνήσιος ιδελιστής, o Κέρουακ απέρριψε την πρόταση αρνούμενος να προβεί σε αλλαγές. Μετά από μια σειρά αποτυχημένων προσπαθειών, το βιβλίο εκδόθηκε τελικά το 1957 από τον εκδοτικό οίκο Viking, σε συνεργασία με τον επιμελητή Μάλκολμ Κόουλι. Στην αλληλογραφία του με τον Κόουλι, ο Κέρουακ περιγράφει λεπτομερώς τις αλλαγές που έκανε στην προηγούμενη εκδοχή του βιβλίου. Ειδικότερα εξηγεί πώς άλλαξε όχι μόνο τα ονόματα αλλά επιπλέον το επάγγελμα και τον τόπο γέννησης των χαρακτήρων, με σκοπό να αποφευχθούν νομικές επιπλοκές, που ήταν άλλωστε κοινός φόβος όλων των εκδοτών. Αρκετές μακροσκελείς σκηνές πιθανότατα αφαιρέθηκαν διότι δεν σχετίζονταν άμεσα με την κεντρική ιστορία και επιβράδυναν το ρυθμό της αφήγησης, ενώ άλλες αφορούσαν προκλητικές σεξουαλικές σκηνές. Αρκετά χρόνια αργότερα, ο Κέρουακ κατηγόρησε τον Κόουλι για εκτεταμένες αλλαγές που αλλοίωναν την «καρδιά» του βιβλίου. Παρά τις προσθαφαιρέσεις, η δομή της τελικής έκδοσης ήταν ίδια με αυτή του αρχικού ρολού.

Το βιβλίο πρωτοκυκλοφόρησε στις 5 Σεπτεμβρίου και είχε τέτοια επιτυχία ώστε να ακολουθήσει μια δεύτερη επανέκδοση μόλις στις 20 του ίδιου μήνα και λίγες εβδομάδες αργότερα μια τρίτη. Ήταν μπεστ σέλερ για περίπου πέντε εβδομάδες. Τον Αύγουστο του 2007 εκδόθηκε για πρώτη φορά το αρχικό δαχτυλογραφημένο Στο δρόμο (On the Road: The Original Scroll), με αφορμή την 50ή επέτειο από την πρώτη έκδοση. Το αυθεντικό ρολό δημοπρατήθηκε στις 22 Μαίου 2001 για 2,2 εκ. δολάρια.

Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, και ειδικότερα μετά τη δημοσίευση του "On the Road", ο Κέρουακ απέκτησε μεγάλη φήμη, στα πλαίσια της οποίας πραγματοποίησε αρκετές δημόσιες απαγγελίες ποίησης ή πεζογραφίας, συχνά με συνοδεία μουσικής τζαζ, στη Νέα Υόρκη. Επίσης, αρθογράφησε στα περιοδικά "Playboy", "Swank", "Holiday", "Escapade" και "Esquire".

Η θετική κριτική του Γκίλμπερτ Μίλσταϊν στους New York Times, που αναγνώριζε το Στο δρόμο ως ένα μείζων λογοτεχνικό έργο, υπήρξε καθοριστική για την μετέπειτα εξέλιξη και μεγάλη επιτυχία του βιβλίου, τοποθετώντας τον Κέρουακ στο επίκεντρο της προσοχής του λογοτεχνικού κόσμου. Επαινετική υπήρξε για το Στο δρόμο και η αρχική αναφορά του ποιητή και κριτικού Κένεθ Ρέξροθ, ο οποίος χαρακτήρισε το βιβλίο ως ένα σημαντικό μυθιστόρημα που διακρίνεται για το «αυθεντικό, νέο, ελκυστικό και συναρπαστικό ύφος της πρόζας του». 

Αρκετοί ήταν ωστόσο οι κριτικοί που με αφορμή το βιβλίο αμφισβήτησαν το συγγραφικό ταλέντο του Κέρουακ, με τα μεγαλύτερα έντυπα μέσα της εποχής να συντάσονται εναντίον του. Ενδεικτικά, στη Herald Tribune το μυθιστόρημα χαρακτηρίστηκε ως «νηπιακό διεστραμμένα αρνητικό», ενώ το λογοτεχνικό περιοδικό Encounter το περιέγραψε ως μια «αλληλουχία γρυλισμών Νεάντερταλ». Μια δεύτερη βιβλιοκριτική στους New York Times, αυτή τη φορά από τον Ντέιβιντ Ντέμπσεϊ, ανέτρεπε τους αρχικούς επαίνους του Μίλσταϊν, κατατάσοντας το Στο δρόμο στον νέο «Μποεμισμό» της αμερικανικής λογοτεχνίας, όπου «ένα πειραματικό ύφος συνδυάζεται με εκκεντρικούς χαρακτήρες και ηθική ουδετερότητα», εν τέλει απορρίπτοντας το βιβλίο στο σύνολό του.

Το 1961 εγκαταστάθηκε στο Μπιγκ Σερ (Big Sur) της Καλιφόρνιας, όπου και έγραψε το τελευταίο του ημιαυτοβιογραφικό μυθιστόρημα "Μπιγκ Σερ" ("Big Sur").

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Κέρουακ αισθανόταν ότι είχε ξοφλήσει ως συγγραφέας εμπορικών βιβλίων. Βίωνε τη σχεδόν καθολική απόρριψη του εκδοτικού κόσμου και της κατεστημένης κριτικής, που τώρα έστρεφε το ενδιαφέρον σε άλλα πρόσωπα τα οποία είχαν διδαχτεί από αυτόν, όπως ο Γκίνσμπεργκ. Έτσι, αφού παντρεύτηκε το 1966 την ελληνικής καταγωγής παιδική του φίλη Στέλλα Σάμπας, μετακόμισε κι εγκαταστάθηκε στην πόλη Σεντ Πίτερσμπεργκ, στη Φλόριντα, μαζί με την μητέρα του και και τις δυο αγαπημένες του γάτες Πιτού και Μινέτ.

Πέθανε σε ηλικία 47 χρονών, στις 20 Οκτωβρίου 1969, από εσωτερική αιμοραγία, λόγω κίρρωσης τού ήπατος. Η σύζυγός του Στέλλα και η μητέρα του Γκαμπριέλ, τέλεσαν μια μικρή κηδεία στο Σαίντ Πήτερσμπεργκ, καθώς και μία στό Λόουελλ, στην εκκλησία του St. Jean Baptiste, όπου παρακολουθούσε τη λειτουργία όταν ήταν μικρός. Η ταφή του έγινε στον οικογενειακό τάφο των Σάμπα στο Λόουελλ.

➤   Ο Jack Kerouac προς τον Allen Ginsberg. Καταλαβαίνω ότι δεν σας αρέσω πια, βρωμοαδερφές... Πηγαίνετε να πάρετε πίπες στους διάφορους Κόρσο... Διαβαστε εδω...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου