Vito Acconci - Αυτό που πραγματικά θέλω είναι η επανάσταση

Αυτα ειναι τα λογια του σπουδαίου Vito Acconci (1940 - 2017) σε μια συνέντευξη του στην διαδικτυακή τηλεόραση του San Francisco Museum of Modern Art.


Η μοναξιά και η απώλεια στα έργα του Mark Morrisroe

Περπατώντας άγρια στις αίθουσες του Σχολείου Τέχνης με τα σκισμένα μπλουζάκια του, αποκαλώντας τον εαυτό του Mark Dirt, ήταν ο πρώτος πανκ...


Jacques Henri Lartigue Φωτογραφιζοντας την ευτυχια

Στην Ευρώπη κανένας κριτικός δεν θα τολμούσε να αποδώσει καλλιτεχνική εγκυρότητα σε έννοιες όπως «ελαφρότητα» και «ευτυχία»...


Η συλλογή Bennett
The Bennett Collection of Women Realists

Οι Elaine και Steven Bennett είναι αφοσιωμένο στην προώθηση της καριέρας των γυναικών καλλιτεχνών, αφού «οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται...».


Honoré de Balzac -Ευγενία Γκραντέ

Στο κορυφαίο αυτό έργο του Γάλλου μυθιστοριογράφου, συγκρούονται προσωπικά πάθη, συμφέροντα και ατομικές επιδιώξεις. Είναι μια μικρογραφία της αστικής ζωής του 19ου αιώνα στη Γαλλία. Τα γεγονότα συμβαίνουν σε μια επαρχιακή πόλη, στο Σομίρ.

Η κεντρική ηρωίδα του έργου είναι η Ευγενία Γκραντέ που ζει με τους γονείς της σε ένα παλιό αρχοντικό. Ο πατέρας της, «ένας άντρας πέντε πόδια ύψος, κοντόχοντρος, τετράγωνος, με γάμπες που είχαν δώδεκα δάχτυλα περιφέρεια», αρρωστημένος φιλάργυρος, ενδιαφέρεται μόνο με ποιο τρόπο θα αυξήσει την περιουσία του όσο πιο αθόρυβα γίνεται. «Δεν επισκεπτόταν ποτέ κανέναν, δεν ήθελε ούτε να δέχεται, ούτε να κάνει τραπέζια, δεν έκανε ποτέ θόρυβο, κι έδειχνε να κάνει οικονομία σε όλα, ακόμα και στις κινήσεις του».  Η μητέρα της, «μια γυναίκα στεγνή και αδύνατη, κίτρινη σαν κυδώνι, ζει πάντα υπό το καθεστώς φιλαργυρίας του συζύγου της».  Οι ένοικοι αυτού του σπιτιού ζουν μια μοναστηριακή ζωή γεμάτη στερήσεις.

Μαζί τους η πιστή ψηλή Νανόν, η οικονόμος του αρχοντικού. Είναι η μόνη που ανέχεται τον δεσποτισμό του αφεντικού. Τα πάντα προγραμματίζονται από τον οικογενειάρχη, τον γέρο Γκραντέ ως και την παραμικρή λεπτομέρεια. Αυτό που χαρακτηρίζει τον Γκραντέ είναι η  αρρωστημένη φιλαργυρία του. Στην περιγραφή των χαρακτήρων, ο Μπαλζάκ είναι ένας δεξιοτέχνης του λόγου. Για τον πρώην δήμαρχο του Σομίρ αναφέρει: «Η ζωή του φιλάργυρου στηρίζεται σε μόνο δύο αισθήματα: στη φιλαυτία και στο συμφέρον, μα επειδή το συμφέρον είναι κατά κάποιον τρόπο η σταθερή και καλώς εννοούμενη φιλαυτία, η διαρκής διαπίστωση μιας πραγματικής υπεροχής , η φιλαυτία και το συμφέρον είναι δύο μέρη ενός και αυτού συνόλου, του εγωισμού».

Στη μικρή κοινωνία του Σομίρ όλοι τον σέβονται. Είναι λιγομίλητος και  πανούργος στις εμπορικές συναλλαγές. Δεν χρωστάει σε κανέναν.  Ο  μοναδικός του στόχος του είναι το κέρδος, το χρυσάφι και οι σκέψεις του στριφογυρίζουν συνεχώς γύρο από αυτό. Η θέα του χρυσού, η κατοχή χρυσού είχε καταντήσει μονομανία του.

Την ήσυχη οικογενειακή του ζωή έρχεται να την ταράξει ο ερχομός του ανιψιού του από το Παρίσι, ο γιος του αδελφού Γκραντέ. Ο νεαρός Κάρολος Γκραντέ, ήρθε στο Σομίρ κατόπιν συμβουλής του πατέρα του, ο οποίος είχε χρεοκοπήσει και αυτοκτονήσει ενόσω ο γιος του ταξίδευε.  Την είδηση του θανάτου του αδελφού του, ο γέρο Γκραντέ τη μαθαίνει από ένα γράμμα που ο ίδιος είχε γράψει  και είχε δώσει στον γιο του να το παραδώσει στο θείο του. Εξηγούσε ότι δεν μπορούσε να ζει χρεοκοπημένος.

Ο χαρακτήρας του γέρου αμπελουργού ( πρώην βαρελάς) αποτυπώνεται καλύτερα στο παρακάτω απόσπασμα όταν ο ίδιος προσπαθεί να ενημερώσει τον ανιψιό του για το τραγικό συμβάν: «Χάσατε τον πατέρα σας! Αυτό δεν ήταν τίποτα, δεν δυσκολευόταν να το πει. Οι πατεράδες πεθαίνουν πριν από τα παιδιά. Μα μείνατε πάμφτωχος. Σε άφησε στο δρόμο! Δεν έχεις πεντάρα!» Κι έπειτα προσθέτει: «Μα ο νέος αυτός δεν είναι για τίποτα: σκοτίζεται περισσότερα για τους νεκρούς , παρά για τα χρήματα».

Ο κύριος Γκραντέ, ψύχραιμος, προσπαθεί με κάθε τρόπο να διώξει τον ανιψιό. Παριστάνει τον γαλαντόμο προσφέροντάς του τα έξοδα του ταξιδιού. Ο νεαρός παριζιάνος, είναι ένας κομψευόμενος δανδής που έχει ζήσει στην πολυτέλεια. Δασκαλεμένος στις παριζιάνικες συνήθειες. Είναι ένας εκπρόσωπος της αριστοκρατίας. Οι γονείς του ικανοποιούσαν πάντα τις φαντασιοπληξίες του γιου τους, του χάριζαν όλα τα καλά του πλούτου , δεν τον άφηναν να κάνει τους απαίσιους υπολογισμούς που στο Παρίσι κάνουν όλα τα παιδιά. Οι μόνες του έγνοιες είναι οι κοινωνικές του συναναστροφές . Μεγαλώνοντας στις ανέσεις  όταν μπαίνει στο σπίτι της εξαδέλφης του  παθαίνει ένα σοκ. Στην ουσία το σπίτι ήταν μια τρώγλη.

Η Ευγενία, μια δεσποινίς, μια κόρη καθαρή, όλο νιάτα, με άσπρο μαντίλι και κόκκινα μπράτσα ασχολείται καθημερινώς με το πλέξιμο μαζί με τη μητέρα της.  Μαγεμένη από τους καλούς τρόπους του ξαδέρφου της, από την κομψότητα του ,τον ερωτεύεται. Ο τύπος τέτοιας τελειότητας στο ντύσιμο και στη μορφή , ήταν εντελώς άγνωστος, νόμιζε πως έβλεπε στο ξάδερφό της ένα πλάσμα ουρανοκατέβατο.

Το παζλ του έργου συμπληρώνουν ο κύριος Κρουσσό, συμβολαιογράφος, επιφορτισμένος να τοποθετεί σε τοκογλυφικά  δάνεια τα χρήματα του κυρίου Γκραντέ και ο κύριος Ντε Γκρασσεν, ο πλουσιότερος τραπεζίτης του Σομίρ .Και οι δύο γνωρίζουν καλά την οικονομική κατάσταση του κυρίου Γκραντε, επίσης και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του. Προσπαθούν με τις εκδουλεύσεις τους και τις συμβουλές να κάνουν το πολυπόθητο συνοικέσιο, να παντρευτούν την κόρη του, την Ευγενία, την πάμπλουτη κληρονόμο.

Το δράμα ξεκινάει όταν ο νεαρός δανδής, έχοντας χάσει τον πατέρα του και τις οικονομίες του αναγκάζεται να μεταναστεύσει. Οι δύο νέοι έχοντας εξομολογήσει ο ένας στον άλλο το πάθος τους δίνουν όρκο αγάπης.  Είναι οι επιπολαιότητες της νεανικής ηλικίας. Η Ευγενία θυσιάζεται για τον άγγελό της δίνοντας του το  κομπόδεμά της και τις χρυσές λίρες κρυφά από τον πατέρα της. Τότε ποιος είδε τον Γκραντέ και δεν τον φοβήθηκε. Το πνεύμα του δεσποτισμού του εκδηλώνεται στη συμπεριφορά του προς την κόρη του μετά την αποκάλυψη του μυστικού.  Η τιμωρία του ήταν να κλειδώσει την κόρη του σε ένα δωμάτιο δίνοντας της μόνο νερό και ψωμί για μήνες. Βλέποντας την κόρη της να υποφέρει, η φιλάσθενη κυρία Γκραντέ πεθαίνει ικετεύοντας τον άντρα της να προσέχει την δεσποινίδα.

Η  Ευγενία μένει με τον αυταρχικό πατέρα της που είναι πλέον το μοναδικό της στήριγμα. Και στις τελευταίες του στιγμές ο γέρος Γκραντέ δεν άλλαξε. Η Ευγενία του έβαζε λουδοβίκεια πάνω σε ένα τραπέζι και ο γέρος έμενε ώρες ολάκερες με τα μάτια καρφωμένα στο χρυσάφι, σαν το παιδί που όταν άρχισε να βλέπει, κοιτούσε σαν χάχας όλο το ίδιο το αντικείμενο και σαν μωρό παιδί του ξέφευγε ένα θλιμμένο χαμόγελο. Ο χαρακτήρας του όμως δεν έχει αλλάξει και μετά το θάνατο της συζύγου. Ο θάνατος του Γκραντέ αποκαλύπτει την αμύθητη περιουσία που είχε, όμως η κόρη του δεν νοιαζόταν για τα χρήματα. Ήθελε να ζήσει τον απαγορευμένο έρωτα. Που δεν τον εζησε ποτε. Ο Καρολος δεν την σκεφτετε πια. Συνεχισε την απλή ζωή της δινοντας την περιουσία του σε φιλανθρωπικά έργα.

•   Ονορέ ντε Μπαλζάκ - Ο Οικος Νισενζέν

•   Μπαλζάκ: Η ανθρώπινη κωμωδία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου