Vito Acconci - Αυτό που πραγματικά θέλω είναι η επανάσταση

Αυτα ειναι τα λογια του σπουδαίου Vito Acconci (1940 - 2017) σε μια συνέντευξη του στην διαδικτυακή τηλεόραση του San Francisco Museum of Modern Art.


Η μοναξιά και η απώλεια στα έργα του Mark Morrisroe

Περπατώντας άγρια στις αίθουσες του Σχολείου Τέχνης με τα σκισμένα μπλουζάκια του, αποκαλώντας τον εαυτό του Mark Dirt, ήταν ο πρώτος πανκ...


Jacques Henri Lartigue Φωτογραφιζοντας την ευτυχια

Στην Ευρώπη κανένας κριτικός δεν θα τολμούσε να αποδώσει καλλιτεχνική εγκυρότητα σε έννοιες όπως «ελαφρότητα» και «ευτυχία»...


Η συλλογή Bennett
The Bennett Collection of Women Realists

Οι Elaine και Steven Bennett είναι αφοσιωμένο στην προώθηση της καριέρας των γυναικών καλλιτεχνών, αφού «οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται...».


Ιστορία των λογοτεχνικών μεταφράσεων

«Εθνική φιλολογία, τζίφος! Εθνική ποίησις, τζίφος! Εθνική γλώσσα, τζίφος!» (Ψυχάρης, Ακρόπολις, 20.7.1888).



Η λογοτεχνική μετάφραση θεωρείται πλέον ισότιμη με την πρωτότυπη λογοτεχνία στις πολιτισμικές σπουδές, ενώ η πολυσυστημική θεωρία της Σχολής του Τελ Αβίβ αντιλαμβάνεται τη μεταφρασμένη λογοτεχνία ως ένα σύστημα που λειτουργεί στο ευρύτερο πλαίσιο των κοινωνικών, λογοτεχνικών και ιστορικών συστημάτων του πολιτισμού υποδοχής (Even-Zohar 1990).

«Η ιστορία όλων των πολιτισμών είναι ιστορία πολιτισμικού δανεισμού», γράφει ο Edward Said (Said
1993, 261). Πράγματι, η μετάφραση ως επικοινωνία με τον κόσμο, ως πράξη κατανόησης, ως νεωτερικό άνοιγμα και ως απαρέγκλιτο στοιχείο στη διαμόρφωση λογοτεχνικών και αναγνωστικών ηθών αποτελεί αναμφισβήτητα καθοριστική επιλογή ενός πολιτισμού. Όπως υποστηρίζει ο André Lefevere, «η μετάφραση είναι, σε μεγάλο βαθμό, υπεύθυνη για την εικόνα ενός λογοτεχνικού έργου, ενός συγγραφέα, ενός πολιτισμού. Εισάγει καινοτομίες σε μια λογοτεχνία. Είναι το βασικό μέσο με το οποίο μια λογοτεχνία επηρεάζει μια άλλη. Άλλοτε είναι ανατρεπτική και άλλοτε συντηρητική. Μας δίνει πληροφορίες για την αυτοεικόνα ενός πολιτισμικού συστήματος, σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, και τις αλλαγές που αυτό υφίσταται» (Hermans 1985, 8). 

Πρώτη περίοδος 1830-1909

Ως προς την καθολική, σε όλα τα μέτωπα, κυριαρχία των λογοτεχνικών μεταφράσεων κατά την πρώτη
περίοδο μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους (1830-1909) οι περισσότεροι μελετητές είναι σύμφωνοι. Η ιστορία της υπό διαμόρφωση νεοελληνικής λογοτεχνίας τον 19ο αιώνα είναι ίσως, αν τη δούμε από σημερινή σκοπιά, μια ιστορία αιτημάτων που διαψεύστηκαν, επιδράσεων, και κυρίως μεταφράσεων.

Χωρίς τον διάλογο με τις ξένες λογοτεχνίες, χωρίς τη συνεκτίμηση του ρόλου των μεταφράσεων, κάθε περιγραφή του λογοτεχνικού τοπίου μοιάζει λειψή, κάθε συμπέρασμα είναι περιορισμένης ισχύος και κάθε βεβαιότητα επισφαλής. Η μακροσκοπική εικόνα του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού και η μελέτη ολόκληρης αυτής της περιόδου δεν είναι επομένως πλήρεις, αν δεν ληφθούν υπόψη οι λογοτεχνικές μεταφράσεις στις ποικίλες μορφές τους: αρχικά οι αυτοτελείς τόμοι που εκδίδονται στα εξωελλαδικά κέντρα (Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη κ.ά.), με μικρό δίκτυο, και αργότερα στην Αθήνα, με πολύ μεγαλύτερη διάδοση και πολύ πιο αναπτυγμένα δίκτυα· οι ποιητικές μεταφράσεις, που δεν προσφέρονται για μεγάλη διάδοση, γιατί το αναγνωστικό κοινό τους είναι περιορισμένο· τα περιοδικά με τις πολλές αξιόλογες μεταφράσεις ποιητών και πεζογράφων και τα παραρτήματά τους· οι εφημερίδες τέλος, με τα «ισόγειά» τους (δηλαδή τις κάτω στήλες των σελίδων τους) γεμάτα μεταφράσματα.

Ορισμένοι λογοτέχνες σιτίζονται από τις μεταφράσεις, άλλοι, εκδότες και δημοσιογράφοι, επενδύουν σε αυτές. Η νεοελληνική λογοτεχνία αναζήτησε στις νεότερες απαρχές της, συνειδητά ή όχι, τα πρότυπά της και στις μεταφράσεις. Οι εκδότες στράφηκαν σε αυτόν τον τομέα, για να ενισχύσουν τις πωλήσεις τους, οι ποιητές επίσης κατέφυγαν στις μεταφράσεις, και οι κριτικοί έστρεψαν εκεί τα βέλη τους. Οι (άθελά τους) επαγγελματίες γραφιάδες τράφηκαν κατ’ ανάγκη από τις μεταφράσεις.

Λογοτέχνης που να ζει από την πένα του δεν θα εμφανιστεί ακόμη τον πρώτο αιώνα της νεοελληνικής ύπαρξης, υπάρχουν όμως πολλοί μεταφραστές που ζουν από τη μετάφραση, αφού μεταφράσεις ζητούσαν πρωτίστως οι αναγνώστες.

Σε καθεμιά από τις τρεις φάσεις αυτής της πρώτης περιόδου, οι μεταφράσεις δίνουν τον τόνο της
λογοτεχνικής παραγωγής. Στην πρώτη φάση (1830-1870) εισάγονται λογοτεχνικές μεταφράσεις με τον
ενθουσιασμό της νέας ανακάλυψης, στη δεύτερη φάση (1870-1895) μεταφράσεις προσφέρονται σε μεγάλες ποσότητες, υπερβαίνοντας τα κριτικά προσκόμματα, και στην τρίτη (1895-1909) πλέον επικρατούν, κατανεμημένες στα ημερήσια και περιοδικά έντυπα, παρουσιάζοντας αξιοσημείωτη ποικιλία και συγχρονισμό.

Στην αρχή, κείμενα μεταφέρονται πάντα «εκ του γαλλικού», ενώ στην πορεία το φάσμα των γλωσσών-πηγών διευρύνεται με μεταφράσεις από τα γερμανικά, τα αγγλικά, τα ρωσικά και τις σκανδιναβικές
γλώσσες. Τα πρώτα χρόνια, οι μεταφράσεις θεωρούνται από τους κριτικούς «ιλύς και βόρβορος», στο τέλος γίνονται τάφος των Απολλώνιων, αλλά σε ολόκληρο το χρονικό διάστημα 1830-1909 παραμένουν κυρίαρχες.

Σχεδόν κάθε προσπάθεια γονιμοποίησης της πρωτότυπης παραγωγής ακολούθησε τον ίδιο μεταφραστικό δίαυλο: απόκρυφα (λαϊκά) μυθιστορήματα, βυρωνομανία με απομιμήσεις των έργων του Λόρδου Βύρωνα, ζολαδισμός με μίμηση μυθιστορημάτων του Ζολά, ιστορικά έργα που ακολουθούν το πρότυπο του Walter Scott, ιψενογερμανισμός με προσήλωση στον Ίψεν και τους σύγχρονους τότε γερμανούς συγγραφείς, ξενομανία. Από τη συγκλονιστική διάδοση του Δουμά ώς τις εκρήξεις της (νεο)κλασικιστικής ποίησης, από το σκάνδαλο της Νάνας του Ζολά ώς την αδόκητη παρουσία του φουτουριστή Μαρινέτι, το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής, αλλά και της συζήτησης για τη λογοτεχνία, συνδέεται με τις μεταφράσεις.

Έτσι, επί ογδόντα συναπτά έτη, ό,τι περίπου γράφεται στο εσωτερικό του ελληνικού λογοτεχνικού συστήματος παραπέμπει άμεσα ή έμμεσα σε ό,τι έρχεται απ’ έξω. Κάθε επίδραση, κάθε λογοτεχνικό ρεύμα φιλτράρεται μέσα από τις μεταφράσεις.

Ιδού λοιπόν, ένα συνοπτικό διάγραμμα της ιστορίας των διαγλωσσικών μεταφράσεων στον νεοελληνικό χώρο:

1) Πρώτη φάση: 1830-1870. Πρόκειται για την πιο χαρτογραφημένη από φιλολόγους και
γραμματολόγους περίοδο, την εποχή των ρομαντικών ποιητών, των λίγων αυτοτελών εκδόσεων και της παραλογοτεχνίας (βλ. Μουλλάς 2007 και Κεφάλαιο 1.8.). Κατά τη διάρκειά αυτής της περιόδου δεσπόζουν οι γάλλοι συγγραφείς (Σατωβριάνδος, Λαμαρτίνος, Ουγκό, Συ, Δουμάς κτλ.): η παρουσία της παραλογοτεχνίας  είναι πολύ ισχυρή, οι μεταφράσεις είναι κυρίως αυτοτελείς τόμοι, ενώ εκδίδονται λίγα ακόμη περιοδικά, με πιο δημοφιλή την Ευτέρπη και την Πανδώρα (βλ. Κεφάλαιο 7. Εφημερίδες και περιοδικά).

Στα χρόνια αυτά είναι έντονη ακόμα η παρουσία της Σμύρνης, της Κωνσταντινούπολης, που λειτουργούν ως πνευματικά κέντρα του ελληνισμού. Είναι η εποχή που ανθίζουν οι μεταφράσεις γαλλικών κυρίως πεζογραφημάτων, σε συνδυασμό με ορισμένα ποιητικά έργα των Βύρωνα, Όσιαν και Λαμαρτίνου, αλλά και αρχαιόθεμων θεατρικών κειμένων.

Η λογική «αρχαιόθεμο άρα μεταφραστέο» δεσπόζει ολόκληρο τον 19ο αιώνα, όχι μόνο ως προς τα θεατρικά έργα (Αλφιέρι, Ρακίνας), αλλά και ως προς τα μυθιστορήματα άγνωστων πλέον σήμερα συγγραφέων. Είναι, παράλληλα, η εποχή που γίνονται επιθέσεις από τους κριτικούς στα μεταφρασμένα μυθιστορήματα τα οποία αποσκοπούν μόνο στην τέρψη και όχι στην ωφέλεια. Τότε προκύπτουν οι αρνητικοί όροι «μεταβράσεις», «μεταβράσματα» (1864-1868), η φράση «ρύσαι ημάς από τας μανίας των μεταφράσεων», «το ολέθριον ρωμάντσον», κ.ο.κ. 

Κυριαρχούν έργα όπως η Κορίννα, η Λαιλία, η Μαλβίνα, ο Ιάκωβος Όρτις, ο Βέρθερος, τα παντός τύπου «Απόκρυφα», ενώ αρχίζει και η απίστευτη διάχυση του Αλέξανδρου Δουμά στο ελληνικό κοινό. Τη δεκαετία του 1860 γίνονται πάντως ήδη αισθητά τα προανακρούσματα της αλλαγής: αρκετοί συγγραφείς τονίζουν την ανάγκη να βελτιωθούν ποιοτικά οι μεταφράσεις, να μεταφραστούν κλασικά έργα ή να θεσπιστεί μεταφραστικός αγώνας, κατά το πρότυπο των ποιητικών διαγωνισμών.

Ένα χαρακτηριστικό πορτρέτο μεταφραστή της πρώτης περιόδου είναι του Ιωάννη Ισιδωρίδη Σκυλίτση (ή Σκυλίσση), του ανάδοχου της Τιτίκας και του Γιάννη Αγιάννη των Αθλίων του Βίκτωρος Ουγκό. 

Σμυρνιός, μεταφραστής και εκδότης, γαλλοκεντρικός στις επιλογές του και στραμμένος στο μυθιστόρημα, μεταφράζει και για επαγγελματικούς λόγους και μετακινείται διαρκώς. Εμφανίστηκε στον λογοτεχνικό στίβο με μεταφράσεις του Λαμαρτίνου, και το 1845, χρονιά έκρηξης των μυθιστορηματικών μεταφράσεων, συνέκρινε τον Συ με την Ιλιάδα, ενώ εκδίδει και ξαναεκδίδει Μολιέρο, Ουγκό και Θερβάντες (με ενδιάμεσο τον Φλοριάν). Τελικά, ως χαρακτηριστικό τέκνο του αιώνα του, φημολογείται πως αυτοκτόνησε.

2) Δεύτερη φάση: από το 1870 ώς τα μέσα 1890. Είναι η εποχή των κλασικών ποιητών, των
μεταφραστικών διαγωνισμών, των πρώτων ημερήσιων εφημερίδων και της εκδοτικής έκρηξης.

Ειδικότερα η δεκαετία του 1870 αποτελεί τον πιο σημαντικό σταθμό. Μια μεγάλη τομή είναι ο Οικονόμειος Μεταφραστικός Αγών, που προκηρύσσεται το 1870 από έναν πλούσιο έμπορο της Τεργέστης (βλ. Κασίνης 2003).

Καθώς η πληθώρα των μεταφράσεων μυθιστορημάτων κρίνεται φθοροποιός και ατελέσφορη,
προτάσσεται η ανάγκη να μεταφραστούν εκτενή και αξιολογημένα ποιητικά έργα: η «παρακμασμένη»
ελληνική λογοτεχνία χρειάζεται έμμετρες μεταφράσεις κλασικών συγγραφέων για να αναζωογονηθεί.

Οι έγκυρες, αθλοθετημένες μεταφράσεις επρόκειτο δηλαδή να λειτουργήσουν ως τονωτικό για την εγχώρια λογοτεχνία.

Στον αντίποδα του «μυθιστοριομανίας» του 19ου αιώνα και παράλληλα με την παρακμή των ποιητικών διαγωνισμών, η ελληνική λογοτεχνία παρομοιάζεται με κήπο που, για να ανθίσει, πρέπει να δεχτεί το μπόλιασμα του ξένου κλασικού ρεπερτορίου. Ενδιαφέρουσες προκηρύξεις, ενστάσεις για τα αποτελέσματα των διαγωνισμών, επιθέσεις στους κριτές, πυκνή αρθρογραφία στις εφημερίδες, κριτικές και διαμάχες για τον Λέσινγκ και τη Θεία Κωμωδία συμπληρώνουν το περιβάλλον του Οικονόμειου διαγωνισμού. Παρά τον βραχύ βίο της (ουσιαστικά οκτώ χρόνια), η διαγωνιστική πυροδότηση του Οικονόμειου προκαλεί αλυσιδωτές αναμεταφραστικές εκρήξεις και μετά το πέρας του διαγωνισμού. 

Εντελώς ενδεικτικά: παράγονται έξι μεταφράσεις της Θείας Κωμωδίας, αυτοτελώς εκδομένες, επανεκδομένες και αναμεταφρασμένες με κάθε δυνατό τρόπο, τρεις Φάουστ μέσα σε έναν χρόνο, δηλαδή το 1887, τρεις φορές μεταφράζεται ο Μίλτον και άλλες τρεις ο Τορκουάτο Τάσο.

Το κλίμα που ευνοεί τις μεταφράσεις παλαιότερων έμμετρων κειμένων θα παραμείνει κυρίαρχο από το
1870 ώς και τα μέσα της δεκαετίας του 1890. Έτσι, ενώ για τη μεταφρασμένη πεζογραφία η όποια συζήτηση γίνεται με πιο σύγχρονους όρους (διήγημα, Ζολά, ρεαλισμός κτλ.), η ποίηση στρέφεται και μένει προσηλωμένη στο κλασικό παρελθόν. Την ίδια, όμως, εποχή, μαζί με την αύξηση του αθηναϊκού πληθυσμού και του αλφαβητισμού, παρατηρείται μια πρωτόγνωρη εκδοτική έκρηξη και στον τομέα των μεταφράσεων, με αποκορύφωμα τη δεκαετία του 1880.

Παράλληλα, μεγάλη σημασία έχει και η έκδοση του πρώτου καθημερινού φύλλου, της Εφημερίδος του
Κορομηλά το 1873, και ακόμα περισσότερο της Ακροπόλεως το 1883, η οποία σηματοδοτεί τη σταδιακή εισβολή στα αθηναϊκά ήθη της επιφυλλίδας, που στη Γαλλία υπήρχε ήδη αρκετές δεκαετίες.

Ώς τότε οι εμφανίσεις των επιφυλλίδων (feuilletons) είναι σποραδικές και απαντούν κυρίως σε εξωελλαδικά φύλλα, ενώ συχνά δεν αφορούν καν λογοτεχνικά έργα. Έτσι, οι αναγνωστικές συνήθειες αλλάζουν ριζικά: αρχίζει η κατά Κουμανούδη «επιφυλλιδοδρομία» , η οποία θα κορυφωθεί στη δεκαετία του 1890.

Συμπερασματικά, ώς το 1870, όταν, όπως είπαμε, προκηρύσσεται ο πρώτος Μεταφραστικός Αγώνας και εκδίδονται οι πρώτες ημερήσιες εφημερίδες στην Αθήνα, ο κόσμος της μεταφρασμένης ποίησης και ο κόσμος της μεταφρασμένης πεζογραφίας είναι λίγο πολύ, παράλληλοι.

Την ίδια περίοδο διαμορφώνονται μεταφραστικά πεδία. Στο πρώτο πεδίο, το λόγιο, συμμετέχουν (και
διαγωνίζονται) ώριμοι καθηγητές, δάσκαλοι και διπλωμάτες, με την υπογραφή τους και με συγκεκριμένη μεταφραστική στρατηγική ως προς τη γλώσσα και την πιστότητα της μετάφρασης. Στο δεύτερο μεταφραστικό πεδίο, συμμετέχουν νεαροί, δημοσιογραφούντες, ανώνυμοι, κοινωνοί νέων τάσεων, χωρίς μεγάλη δυνατότητα επιλογών: οι μεν έχουν στόχο την υστεροφημία, οι δε τον βιοπορισμό. Η κατεξοχήν επικράτεια της ποίησης, οι μεταφραστικοί διαγωνισμοί, είναι συνειδητά στραμμένοι στο παρελθόν. Η επικράτεια της πεζογραφίας, αντίθετα, και ο Τύπος, ενδιαφέρονται περισσότερο για το παρόν. Με άλλα λόγια, θα λέγαμε πως η ιστορία των έμμετρων μεταφράσεων γίνεται, σταδιακά, μια ιστορία κλασικών κειμένων, θεσμών και καθιερωμένων λογίων, με δεσπόζουσες μεταφραστικές στρατηγικές (γλώσσα, μέτρο, πιστότητα, κλπ.), ενώ η ιστορία της
μεταφρασμένης πεζογραφίας είναι, κυρίως, μια ιστορία εκδοτών, εντύπων και αναγνωστών.

Οι λόγιοι αναλαμβάνουν να εμπλουτίσουν τη νεοελληνική λογοτεχνία με κλασικά έμμετρα έργα
παλαιότερων αιώνων, οι ανώνυμοι μεταφραστές υπακούουν στα κελεύσματα της αγοράς. Η «έγκυρη»
υπογραφή επιβεβαιώνεται ανεξάρτητα από το αναγνωστικό κοινό, κατοχυρώνεται μόνο από τον σημαντικό συγγραφέα-πηγή και το αυταπόδεικτο κύρος του· η «ελαφριά» υπογραφή δικαιώνεται από τον αριθμό των αναγνωστών και των μεταφρασμάτων.

Έχει πλέον σημάνει επίσημα η ώρα του μεταφραστή: του σοβαρού και λόγιου μεταφραστή κλασικών έμμετρων έργων, που γράφει προλόγους και επιλόγους, διαγωνίζεται και κυνηγά την υστεροφημία και τα πρωτεία της επανεγγραφής∙ και του επαγγελματία μεταφραστή. Ο πρώτος υπακούει στο κάλεσμα της λογιοσύνης, ο δεύτερος στο κάλεσμα του ημερήσιου Τύπου.

Μια εκλεκτή χορεία Ελλήνων λογίων, από όλα τα σημεία του ορίζοντα, μπαίνει στο μεταφραστικό
παιχνίδι: από τη μια, καθηγητές, διπλωμάτες, έμποροι, δάσκαλοι (όπως, ο Άγγελος Βλάχος, ο Βεργωτής, ο Περβάνογλου, ο Κάσδαγλης, ο πρίγκιπας Βερνάρδος της Σαξονίας, ο πασάς Μουσούρος, ο Γρατσιάτος κ.ά.), ενώ από την άλλη μια ομάδα νεαρών λογοτεχνών (Παπαδιαμάντης, Επισκοπόπουλος, Δροσίνης, Ξενόπουλος, Άννινος, Κονδυλάκης) βιοπορίζονται από τη δουλειά τους στην εφημερίδα. Ο επαγγελματίας μεταφραστής γεννιέται λοιπόν με τους δυσμενέστερους όρους: είναι άδοξος, ανώνυμος και χωρίς δυνατότητα επιλογής των μεταφρασμάτων του. 

Χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της πρώτης κατηγορίας λογίων μεταφραστών αυτής της δεύτερης
περιόδου είναι ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής: αρχαιολόγος, λογοτέχνης, με φαναριώτικες ρίζες, με
πανεπιστημιακό και διπλωματικό κύρος, μεταφράζει σε νεαρή ηλικία Δουμά και Φεβάλ, εργασίες που αργότερα αποκηρύσσει, και στα στερνά του στρέφεται προς τον μεταφραστικό κανόνα και προσπαθεί να επανεγγράψει κλασικά κείμενα, δουλεύοντας ακόμα και σε παγκάκια πάρκων ή σε βαγόνια τρένων. Ο χαλκέντερος και καθαρολόγος αυτός μεταφραστής μεταφράζει ολόκληρη την Ιερουσαλήμ του Τάσο (σε rima ottava), Δάντη, Σαίξπηρ σε δωδεκασύλλαβο, Σίλερ, Λέσινγκ και ολόκληρο τον Φάουστ.

Στη δεύτερη κατηγορία, αντιπροσωπευτικό δείγμα θα βρίσκαμε στο πρόσωπο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ο οποίος υποφέρει στα υπόγεια των εφημερίδων, εργαζόμενος σκληρά και μεταφράζοντας τα πάντα, ακόμα και τηλεγραφήματα. 

3) Η τρίτη φάση ξεκινά γύρω στα 1895 και φτάνει ώς το 1909 (συμβατικό ιστορικό και γραμματολογικό όριο, αφού εκείνη τη χρονιά μεταφράζεται τρεις φορές το Φουτουριστικό Μανιφέστο). Είναι η περίοδος των αμιγώς λογοτεχνικών περιοδικών, των μεγάλων εκδοτικών σειρών, της επιστροφής του θεάτρου, της αύξησης και εδραίωσης των επιφυλλίδων, του ασύνειδου συγχρονισμού με την ξένη λογοτεχνία και της «βορρομανίας», δηλαδή της στροφής προς τις βορειοευρωπαϊκές λογοτεχνίες.

Εκείνα τα χρόνια το λογοτεχνικό πεδίο τείνει να αυτονομηθεί, δηλαδή η λογοτεχνική δραστηριότητα τείνει να αποκτήσει αυτοδυναμία, ενώ η καθαρολογική λατρεία του κλασικού μετριάζεται αισθητά. Λογοτέχνες και κοινό ξαναστρέφονται προς το θεάτρο, συγχρόνως αναδεικνύονται οι μικρές λογοτεχνικές φόρμες και οι διάφοροι -ισμοί.

Η επιφυλλιδική κουλτούρα έχει πλέον παγιωθεί: σε επτά τουλάχιστον αθηναϊκές εφημερίδες (Εφημερίς, Ακρόπολις, Άστυ, Εστία, Εμπρός, Σκριπ, Νέον Άστυ), καθώς και σε πολλές άλλες (Καιροί, Παλιγγενεσία, Πρωία, Χρόνος) απαντούν σποραδικά, λογοτεχνικές συνεργασίες. Ο υπό εκκόλαψη λογοτέχνης, που πρώτη φορά κατορθώνει να ζει από την πένα του, για να βιοποριστεί μεταφράζει ή γράφει χρονογραφήματα. Τα άπληστα μυθιστοριομανή ήθη ικανοποιούνται καθημερινά χάρη στην πρώτη ή/και την τελευταία σελίδα των εφημερίδων.

Χιλιάδες αναγνώστες της Αθήνας, μιας μητρόπολης με εξαψήφιο πλέον αριθμό κατοίκων,
διαβάζουν κάθε χρόνο εκατοντάδες λογοτεχνικές υποφυλλίδες. Η εφημερίδα είναι αυτή που νομιμοποιεί τελικά τις μεταφράσεις, χωρίς να συναντά αντιδράσεις, και που προωθεί απρόσκοπτα ποικίλης προέλευσης και σύστασης προϊόντα. Ας σημειωθεί ότι κανέναν δεν ενδιαφέρει η ταυτότητα του μεταφραστή.

Σε συνάρτηση με την επικράτηση των επιφυλλιδικών μεταφράσεων, αρχίζει η εποχή της περιστολής των αυτοτελών τόμων, αφού το άπληστο αναγνωστικό κοινό τρέφεται πλέον κυρίως από τις επιφυλλίδες, τις έκτακτες εκδόσεις, τα παραρτήματα και τα φυλλάδια των εφημερίδων. Ένας πλούσιος ομογενής, ο Γρηγόριος Μαρασλής, θα είναι ο πρώτος που θα χρηματοδοτήσει, από τα τέλη του 19ου αιώνα, την έκδοση (υπογεγραμμένων) μεταφράσεων και ιστοριών λογοτεχνίας, ενώ ένας άλλος, κληρονόμος διάσημου τυπογραφείου, ο Γεώργιος Φέξης, θα εκδώσει τις πρώτες μεγάλες και συστηματικές σειρές (θεατρική, μελοδραματική, φιλοσοφική).

Παράλληλα, με απαρχή το περιοδικό Τέχνη του 1898, εκδίδονται πλέον ακραιφνώς λογοτεχνικά
περιοδικά, χωρίς αινίγματα και σελίδες χρηστοήθειας, τα οποία θα αρχίσουν να ενημερώνουν τακτικά και συγχρονισμένα τους αναγνώστες τους για τα λογοτεχνικά δρώμενα στην Ευρώπη. Στα περιοδικά λόγου και τέχνης, μια δράκα από μεταφραστές και συνεργάτες των περιοδικών, συνήθως γερμανομαθείς, θα εισαγάγουν καινά δαιμόνια στις αναγνωστικές συνήθειες, περιορίζοντας την κυριαρχία των γαλλικών μεταφράσεων. Ρώσοι λογοτέχνες εμφανίζονται στο προσκήνιο, μαζί με σκανδιναβούς και γερμανούς, αλλά και οψιφανείς στον ελληνικό κόσμο γάλλους παρνασσιστές, συμβολιστές κ.ά.

Τέλος, οι θεατρικές μεταφράσεις, χάρη στην ίδρυση της Νέας Σκηνής και του Βασιλικού Θεάτρου, θα γνωρίσουν και πάλι μέρες ακμής. Ο Στρίντμπεργκ, ο Ίψεν, ο Χάουπτμαν, ο Αντρέγιεφ, ο Γκεόργκε, ο Μαίτερλινκ, ο Στεκέτι, ο ποιητής Νίτσε, κατέχουν περίοπτη θέση στις σελίδες των περιοδικών. Δεκάδες διηγήματα ή αποσπάσματα σύγχρονων μυθιστορημάτων δημοσιεύονται στις εφημερίδες, μαζί με αναδημοσιεύσεις παλαιότερων γαλλικών μεταφράσεων. Πολλά καινούρια ονόματα, όπως ο Βέργκα, ο Ντ’Ανούντσιο, ο Μπραμ Στόκερ, ο Πιερ Λοτί, ο Πιερ Λουίς, ο Μωρίς Λεμπλάν, ο Κίπλινγκ και ο Στίβενσον αλλά και ο Μωπασάν, ο Τσέχοφ, ο Ανατόλ Φρανς, ο Γκόρκι, γνωστοποιούνται για πρώτη φορά, χωρίς να απουσιάζουν, σε γενναίες δόσεις, οι παλαιοί γνώριμοι Δουμάς, Ντε Κοκ, Συ, Ουγκό και Ζωρζ Ονέ.

Δημοσιεύονται εκατοντάδες μεταφράσεις, πολλές ανυπόγραφες και παραδομένες στη λήθη, που αλλάζουν τη γνώση μας ως προς την παρουσία ξένων λογοτεχνών στον ελληνικό χώρο. Το όνομα του συγγραφέα που εμφανίζεται πιο συχνά στον ημερήσιο Τύπο από το 1895 ώς το 1909 προκαλεί έκπληξη: είναι ο Άρθουρ Κόναν Ντόιλ, ο δημιουργός του Σέρλοκ Χολμς.

Ενδιαφέρον είναι ότι το ποσοστό της εγχώριας λογοτεχνίας μέσα στο πέλαγος των επιφυλλίδων δεν
ξεπερνάει το 5%. Ένα διδακτικό παράδειγμα είναι αυτό της εφημερίδας Εστία: τα πρώτα χρόνια (1894-1896) της κυκλοφορίας της, φιλοξενεί κυρίως ελληνικά έργα γνωστών λογοτεχνών της εποχής (Κονδυλάκη, Βώκου, Δροσίνη, Καρκαβίτσα, Παλαμά, Βιζυηνού κ.ά.), ενώ από εκεί και πέρα στεγάζει σχεδόν αποκλειστικά μεταφράσεις. 

Ολόκληρη αυτή τη μακρά περίοδο, από το 1830 ώς το 1909, παρά τις αντιδράσεις, τις ποικίλες επιδιώξεις και τις λογοτεχνικές φιλοδοξίες, η μετάφραση είναι η δεσπόζουσα δραστηριότητα, το δεσπόζον αναγνωστικό ήθος στα πρώτα οικογενειακά περιοδικά, στα περιοδικά λόγου και τέχνης, στα λαϊκά και στα πιο λόγια έντυπα, στις εφημερίδες. Από τον Μοντεσκιέ στον Κόναν Ντόιλ, από τον Σκυλίτση στον Χατζόπουλο, από τα σοβαρά λογοτεχνικά περιοδικά ώς τις προχειρογραμμένες επιφυλλίδες των εφημερίδων, οι μεταφράσεις πλεονάζουν σε σχέση με την πρωτότυπη παραγωγή, όσα διαγγέλματα και αν εκφωνούνται, όση δυσφορία και αν εκφράζεται.

Βασική επαγγελματική δραστηριότητα ή ερασιτεχνική απασχόληση δημοσιογραφούντων
συγγραφέων, στα τέλη του 19ου αιώνα, η λογοτεχνική μετάφραση αποδεικνύεται ο πιο ασφαλής οδηγός για την περιπλάνηση στο χώρο της λογοτεχνικής κριτικής, αλλά και της πνευματικής παραγωγής ολόκληρου σχεδόν του πρώτου αιώνα ύπαρξης του ελληνικού κράτους.

Όλα αυτά τα χρόνια, δεσπόζει βεβαίως η γαλλική λογοτεχνία σε ποσοστό 65%, ενώ τη δεκαετία του 1870 ο αριθμός των σχετικών εκδόσεων φτάνει τις 743 και το 1880 τις 822. Οι κυρίαρχοι συγγραφείς του αιώνα είναι ο Δουμάς, ο Συ, ο Μοντεπέν και ο Ουγκό και οι επικρατέστεροι ποσοτικά μεταφραστές είναι οι Ι. Ι. Σκυλίσσης, Ε. Σεκιάρης, Ν. Δραγούμης, Α. Βαμπάς, Α. Γ. Σκαλίδης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου